Το νεκρό σώμα

 




Το νεκρό σώμα


   Είχα αδειάσει. Το σώμα και η ψυχή μου, έμοιαζαν κρύα, σαν νεκρά. Πεθαμένα, σαν την φιγούρα του πατέρα μου, που βρισκόταν ξαπλωμένη, στο κρεβάτι. 

   Ήταν νεκρός. Ο πατέρας μου, ήταν νεκρός, μα δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Δεν ήξερα ποιο είναι το σωστό. 

   Έπρεπε να κλάψω; έπρεπε να φωνάξω; έπρεπε να πάρω, κάποιον τηλέφωνο; Ανάθεμα, δεν ήξερα! 

   Το μόνο που ήξερα, ήταν ότι, έπρεπε να ξεφύγω από την ασθενική, ακίνητη εικόνα του, που θα 'μενε, για πάντα μέσα μου. 

   Έκλεισα την πόρτα και κατέβηκα στη πλατεία της γειτονιάς, κάνοντας, άνευρες φεγγαρόβολτες στο απόλυτο σκοτάδι. Μόνο εγώ, η νύχτα, και το φεγγάρι. 

   Δεν με ενδιέφεραν οι περαστικοί. Ούτε και τα κάποια, μεθυσμένα τους αστεία που με διαπερνούσαν. Απλώς, περπατούσα. Απλώς, υπήρχα για να υπάρχω. Γιατί έτσι πρέπει, να συμβαίνει.  Όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος μας, εμείς οφείλουμε να συνεχίσουμε την ζωή μας και να υπάρχουμε. Είτε μας αρέσει, είτε όχι. Και θα ‘ταν λάθος, να αποτελέσω την εξαίρεση.


   Ως το χάραμα, ίχνος δεν φάνηκε, από ένα αλμυρό δάκρυ μου. Περισσότερο, για σαλεμένη έμοιαζα, λιγότερο ως πενθούσα. 

   Μα μη νομίζετε, πως τάχα, τον πατέρα μου δεν τον αγάπησα, επειδή δεν έκλαψα. 

    Πώς; Μα πολύ τον αγάπησα. Και τώρα να, για αυτό τον λόγο, το σπίτι δε με χωρά. Γιατί μυρίζει πίκρα…αναστεναγμό…μοναξιά.


   Λίγο πριν χαράξει, και το φεγγάρι δώσει την θέση του, στον ήλιο, γύρισα πίσω.

   Πρώτη φορά, είχα λείψει τόσες ώρες από το σπίτι. Πρώτη φορά, το τηλέφωνο δεν χτύπησε, και η οθόνη να εμφανίζει απειλητικά, το όνομά του. Το όνομα τού πατέρα μου. Πρώτη φορά, δεν μου έβαλε τις φωνές, που αγνόησα να βάλω την ζακέτα μου. 

   Με πλημμύρισε πόνος. Σαν να μου συμπίεζαν την καρδιά και από δεξιά και από αριστερά. Έτοιμη να σπάσει και να ξεχειλίσει. 

   Τον αντίκρισα και πάλι.

   Δεν είχε αλλάξει στάση. Ίσα ίσα, τώρα ήταν πιο παγωμένος και πετρωμένος! Και όσα δάκρυα είχα κλειδώσει, πίσω από την επιφάνεια, βρήκαν το κλειδί και, ξεμύτισαν, περπατώντας στα πελιδνά μάγουλά μου. Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι, ο πατέρας μου ήταν πλέον, νεκρός. Ένα άψυχο σώμα, που δεν θα ξυπνούσε ποτέ. 

   Και αν τώρα με ρωτήσεις, τι με πόνεσε από τον απρόσμενο χαμό του, θα σου πω.

   Πως μου έλειψε πολύ, να βλέπω το όνομά του, στο κινητό μου. Την λέξη ‘’μπαμπάς’’.


Τσαβαλά Μαρία.



Σχόλια

  1. Στενάχωρο το διήγημα και είναι λόγια καρδιάς, αυτό φαίνεται!!! Συγχαρητήρια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ τόσο πολύ Μαρία μου... προσπαθώ πάντα να γράφω με την καρδιά και ποτέ με το μυαλό ♡

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κεφάλαιο 2ο

ebook: "Κούνια μπέλα"