Κεφάλαιο 2ο

 



Κεφάλαιο 2

Η ΛΙΜΝΗ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ



Μια απέραντη λίμνη από ιδρώτα είχε απλωθεί στα λευκά σεντόνια, κάτω από το ξαπλωμένο σώμα της Άνι. Σιγά σιγά, τρομοκρατημένη όπως ήταν, έβλεπε να προστίθενται κόκκινες πιτσιλιές. Απ’ το στόμα της ξέφευγαν κραυγές πόνου και "έσπρωχνε" όσο πιο δυνατά μπορούσε, μα το κεφαλάκι του εμβρύου, δεν έλεγε να κατέβει. 

     «Έλα καλή μου, ζορίσου λίγο παραπάνω! Ούτε η πρώτη είσαι ούτε η τελευταία που γεννάει» της είπε η μία απ’ τις δύο γυναίκες που βοηθούσαν στον τοκετό. 

     Η συγκεκριμένη δεν αποπνέει καμία εμπιστοσύνη στην Άνι. Εκτός από τις απότομες και ψυχρές κινήσεις που έκανε, που την Άνι την σφάγιαζαν, τα περισσότερα δόντια τής έλειπαν. Ενώ η ρίζα των μαλλιών ξεκινούσε πίσω από τα αυτιά. Έμοιαζε με Γκρέμλινς!* 

     Πήρε βαθιές ανάσες. Οι στιλπνές τούφες έμπαιναν στα μάτια της και οι σουβλεροί πόνοι, της προκαλούσαν σκοτοδίνη. Ήθελε να λιποθυμήσει, μήπως και όταν συνερχόταν ο πόνος θα είχε καταλαγιάσει. 

     Η δεύτερη γυναίκα που βοηθούσε στη γέννα, γύρισε απότομα, κρατώντας στα δάχτυλα μια γυμνή σύριγγα. Τη χτύπησε με το νύχι, για να εξαφανίσει τη φυσαλίδα που επέπλεε μέσα στο εσωτερικό υγρό της, και έπειτα κοίταξε την ετοιμόγεννη.

     «Μη φοβάσαι. Όλα για καλό γίνονται» θέλησε να την καθησυχάσει, μα ο τρόπος που αιφνίδια έχωσε τη βελόνα στα οπίσθια της εγκύου, καθώς και το μεγαλειώδες τσούξιμο που προκλήθηκε, δεν της άφησαν κανένα περιθώριο για καθησυχασμό.

     Τα άκρα της μούδιασαν. Τα πόδια της παρέλυσαν. Τα χείλη έπαψαν να κουνιούνται και τα βλέφαρα τρεμόπαιζαν, έτοιμα να κλείσουν.

     Δυνατά γέλια τράνταξαν το δωμάτιο. Οι δύο καρακάξες με τα απεριποίητα, μακριά νύχια, κρατούσαν στα χέρια τους το βρέφος. Η Άνι ένιωθε κενή. Μόλις είχε γεννήσει και το σπλάχνο της, αποχωρίστηκε τα σωθικά της. 

     Οι κόρες των ματιών της αναζήτησαν τις δικές τους. Ήθελε να τις ικετεύσει με κάποιον τρόπο, έστω με την οπτική επαφή, αφού δεν μπορούσε να μιλήσει και να κουνηθεί, να της δώσουν το μωρό της να το δει. Να το αγκαλιάσει.

     «Το θες;» τη ρώτησε το άσχημο ξωτικό. 

     Προτού λάβει κάποια απάντηση, γέλασε χαιρέκακα και το έτεινε στη μικρότερη βοηθό για να της το δώσει!

     «Τι κάθεσαι και κοιτάς; Δώσε της, το παιδί», είπε βλοσυρά, γιατι η ανυπακοή της, την έβγαζε εκτός εαυτού.     

     Τότε, η καχεκτική φιγούρα ανέλαβε να πάρει στα χέρια το νεογέννητο. Το κοίταξε γλυκά, τρυφερά.

     «Κούτσου κούτσου» του είπε, χαιδεύοντας τα μάγουλά του. «Είσαι πανέμορφο», συνέχισε με μια μαγεία να έχει κατακλύσει το βλέμμα της.

     Πλησίασε την Άνι και το ακούμπησε στα παράλυτα χέρια της. Έπειτα επέστρεψε στο πόστο της συγκινημένη.

     Τα μάτια γούρλωσαν. Τρέμουλο και συσπάσεις προκλήθηκαν στο κενό κορμί. Δάκρυα ξεχύθηκαν στα πελιδνά μάγουλα. Το μωρό… ήταν νεκρό.




Μετά από έναν τέτοιον, ανατριχιαστικό και ζωντανό εφιάλτη, η Άνι πετάχτηκε από τα σκεπάσματά της, με την καρδιά της να σφυροκοπάει σαν τρελή.
    «Ουφ! Ένα κακό όνειρο ήταν…» συλλογίστηκε και ξεφύσησε, πηγαίνοντας τα βρεγμένα της μαλλιά προς τα πίσω.
    Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο, διαπιστώνοντας πως ήταν επτά το πρωί. Ύστερα, κοίταξε δεξιά. Η μέρα ήταν βροχερή, σαν και χθες. Απ’ το παράθυρο φαινόντουσαν τα μαδειμένα δέντρα. Τα πράσινα φύλλα εγκατέλειψαν τα κλαδιά τους για να υποδεχτούν τη νέα εποχή. Τώρα δέσποζαν κίτρινα, πορτοκαλί και καφέ χρώματα.
    Ακούμπησε τα πόδια της στο ξύλινο πάτωμα. Η θερμοκρασία του ήταν πεσμένη. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε, αν έμπαζε από κάπου αέρας και βάλθηκε να εξερευνά περιμετρικά το παράθυρο για τυχόν βλάβες. Μα τίποτα δε βρήκε!
    Φόρεσε τη ρόμπα της, χασμουρήθηκε και βρέθηκε στον διάδρομο του σπιτιού. Εκεί, το πάτωμα ήταν ζεστό, παρότι δεν είχαν στρώσει ακόμη μοκέτες. Οι τοίχοι καλύπτονταν από παλιές ταπετσαρίες, που είχαν σχήματα, ροζ λουλουδάκια και οικογενειακές φωτογραφίες σε κορνίζες, όπου και γέμιζαν το εβδομήντα τοις εκατό της επιφάνειας.
    Αμυδρό φως εισερχόταν σε κάθε δωμάτιο και ένα βαρύ κλίμα εξέπεμπε η ατμόσφαιρα. Η μυρωδιά του θανάτου πλανόταν ακόμα στον αέρα και η Άνι, δεν είχε ξεχάσει το όραμα που χθες αντίκρισε στον καθρέφτη. Για να το ξεπεράσει, τουλάχιστον παροδικά, χρειάστηκε να μιλήσει με τον ψυχολόγο της ως αργά τη νύχτα. Ο ύπνος την πήρε μόνο σαν κατάπιε το ηρεμιστικό που κουβαλούσε σε περίπτωση ανάγκης, όπως ήταν η χθεσινή.
    Κατέβηκε κάτω στην κουζίνα. Στην πόρτα του ψυγείου, διέκρινε να κρέμεται στο μαγνητάκι ένα σημείωμα.



Έφυγα πολύ πρωί για να υπολογίσω πόση ώρα απόστασης, πρέπει να διανύω καθημερινά από το σπίτι στη δουλειά και αντιστρόφως.

Σ’ αγαπώ. Μη σκέφτεσαι αρνητικά!
Υ.Γ μην ξεχάσεις να πάρεις το χάπι σου…



Αυτό το τελευταίο δεν της άρεσε… Για ποιον λόγο της επισήμανε να πάρει τα χάπια της; Αφού τα είχε κόψει τα ηρεμιστικά. Επειδή έτυχε μια βραδιά να συγχυστεί, έπρεπε να τη στηλιτεύσει έτσι;
    Τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε στον κάδο, κάτω από τον νεροχύτη. Έφτιαξε καφέ και κάθισε στο ψηλό τραπέζι της κουζίνας, έτοιμη να εργαστεί στο λάπτοπ της. Χρωστούσε όλα τα άρθρα της εβδομάδας και χρειαζόταν πλήρη συγκέντρωση για την αποπεράτωσή τους.
    Πάτησε το κουμπί για να ανοίξει η οθόνη, μα το μαύρο παρέμεινε. Προσπάθησε να τον επαναφέρει πατώντας διάφορα πλήκτρα, ώσπου, στο γυαλί διέκρινε μια μακρινή, αργόσυρτη κίνηση. Μάζεψε τα μάτια για να εστιάσει σε αυτό το σημείο, μα ξαφνικά δεν έβλεπε τίποτα παράταιρο. Χαμογέλασε με τον υπερβολικό φόβο που ένιωσε μέρα μεσημέρι και ήπιε μια γουλιά.
    Σταγόνες βροχής ξεκίνησαν να χτυπούν τα παράθυρα, λες και σήμανε η αντίστροφη μέτρηση για κάποιο δυσοίωνο γεγονός.
    Πάτησε πάλι το enter. Η οθόνη κενή. Ηπιε απ’ το κρύο ρόφημά της άλλη μια φορά. Και απομακρύνοντας το φλιτζάνι που κάλυπτε στόμα, μύτη και ελάχιστα την όρασή της, στη σκοτεινή οθόνη, φάνηκε να πλησιάζει μια σκιά.
    «Μα, τι είναι αυτό;» μουρμούρησε σιγανά.
    Καμπούριασε, φέρνοντας το πρόσωπο πιο κοντά στην οθόνη. Μαύρο, μαύρο, μαύρο… Πλησιάζει. Πλησιάζει. Τικ τοκ, τικ τοκ. Τα κόκκινα μάτια άνοιξαν διάπλατα και η γλώσσα εκείνου του πλάσματος, έγλειψε προκλητικά το περίγραμμα των ανύπαρκτων χειλιών του. Η οθόνη καθάρισε, το πλάσμα ήταν ακριβώς πίσω της. Ανάσανε στον σβέρκο της, οι πορτοκαλιές τούφες των μαλλιών της, χόρεψαν στον λαιμό και η καρδιά της είχε σταματήσει να χτυπά.
     «Εκείνος με έστειλε», της είπε.
    Η οθόνη άσπρισε. Η Άνι πετάχτηκε από την καρέκλα, σπάζοντας το φλιτζάνι με τον καφέ, ενόσω ούρλιαζε για βοήθεια. Το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν να αρπάξει το κινητό και να βγει τρέχοντας στον κήπο. Ήθελε να τηλεφωνήσει στον σύντροφό της, όμως εκείνος δεν το σήκωσε. Οπότε, κάλεσε τη δεύτερη επιλογή της, την κολλητή της. Τη Ζήνα!
    «Άνι μου, εσύ είσαι; Πού είσαι χαμένη τόσο καιρό!» άκουσε τη γυναικεία φωνή από την άλλη γραμμή.

     «Ζήνα… Τρελαίνομαι! Θα έρθεις ως εδώ; σε ικετεύω, σε έχω ανάγκη! Έλα…» την παρακαλούσε κλαίγοντας.

     «Ηρέμησε και πες μου, τι συνέβη;»

     Βρεγμένη απ' τις ψιχάλες, ιδρωμένη απ' το τρέξιμο, μιλούσε στο κινητό και έτρεμε ολόκληρη με το βλέμμα καρφωμένο στο εσωτερικό του σπιτιού. 

     «Βλέπω…  Αχ, ξέρω δε θα με πιστέψεις, μα βλέπω μια οντότητα; Έναν ανύπαρκτο άντρα; Πώς να το εξηγήσω; Δεν είναι ζωντανός, Ζήνα! Και τον βλέπω μέσα από οθόνες και καθρέπτες! Θέλει να μου κάνει κακό…»

     Πισωπατούσε και πλησίαζε στον στενό δρόμο, που σπανίως έκανε την εμφάνισή του κάποιο όχημα.

     «Είσαι στη γραμμή; Δε με πιστεύεις έτσι;» επανέλαβε, αναζητώντας μια σανίδα να ακουμπήσει. Έναν άνθρωπο να την πιστέψει.

     «Σε πιστεύω, Άνι. Τα ηρεμιστικά τα πήρες μαζί σου; Θα σε βοηθήσουν».

     «Άντε πάλι! Σου λέω πως τον βλέπω… ένιωσα την ανάσα του στον σβέρκο μου! Δεν έχω ψευδαισθήσεις, δεν είμαι τρελή, μην επιμένεις σαν τον Τζόρνταν!»

     Δικαιολογούσε την ταραχή της, και μέσα στον πανικό της δεν κατάλαβε πως είχε φτάσει καταμεσής του δρόμου!

     «Θα έρθεις; Αν έρθεις θα νιώσεις και εσύ την αύρα του».

     Η πλάτη της ακούμπησε κάπου. Σε ένα ανδρικό στήθος. Ένιωσε τη στιβαρότητα του να την ισορροπεί. Η ανάσα της, κόπηκε ξανά και το κινητό έπεσε στο μουσκεμένο δάπεδο. Για δεύτερη φορά η τσιρίδα της απλώθηκε στη φύση.

     «Καλημέρα».

     Κοίταξε τον ξένο με γουρλωμένα μάτια,  νιώθοντας πραγματικά τρελή. Έσκυψε να πιάσει το τηλέφωνο και του απάντησε.

     «Κα-καλημέρα. Δεν άκουσα κάποιο αυτοκίνητο να έρχεται» αντέτεινε.

     Ήταν ψηλός, αδύνατος με μια φθαρμένη σαλοπέτα και τσουγκράνα στα χέρια.

     «Συνήθως μετακινούμαι με το ποδήλατο. Δε μένω και πολύ μακριά. Είμαι ο κηπουρός, με κάλεσε ο άντρας σας» της εξήγησε και ένιωσε μια ασφάλεια με την αντρική παρουσία κοντά της.

     «Έχετε ξανάρθει εδώ;» τον ρώτησε, διότι δεν τον είχε πάρει το μάτι της, την εποχή που η θεία ζούσε.

     Αρκέστηκε σε ένα χαμόγελο και στο στρίψιμο της οδοντογλυφίδας που μασούσε. Ύστερα την άφησε μόνη και άπλωσε τα σύνεργα στον κήπο. Η Άνι δεν μπήκε καθόλου στο σπίτι, προτιμώντας να επιτηρεί τον κηπουρό. 

     Το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη, σαν είδε το αμάξι της κολλητής της. Σηκώθηκε και έτρεξε να την υποδεχτεί. Θησαυρός αυτή η κοπέλα! 

     «Ζήνα! Πόσο χαίρομαι που ήρθες, δε φαντάζεσαι!»

      Ανταπέδωσε στα φιλιά της και της παρέδωσε ένα κουτί με σοκολατάκια για το καλωσόρισμα. 

     «Είμαι η πρώτη που σας επισκέπτεται;» της έκανε πλάκα, παρατηρώντας την αϋπνία στα μάτια της φίλης της.

     «Προφανώς! Και ακόμα δεν άνοιξα καμία κούτα. Όλο το πρωινό καθόμουν με τον αμίλητο κηπουρό», παραπονέθηκε, αφού είχε σκοπό να του πιάσει τη συζήτηση, μήπως και εκμαιεύσει κάποια πληροφορία για το ιστορικό της περιοχής, τα χρόνια που η θεία της δεν είχε μετακομίσει εκεί. Ωστόσο, δεν αντάλλαξαν άλλη λέξη, πέρα από εκείνη την ψυχρή καλημέρα.

     «Μα μέχρι πριν καμιά ώρα έβρεχε. Πώς δούλεψε;» ρώτησε εύλογα.

     Η Άνι σταύρωσε τα χέρια και χάθηκε σε σκέψεις. Πράγματι δεν ήταν και ο πιο κατάλληλος καιρός για εξωτερικές δουλειές.

     «Κυρίως καθάρισε και ψαλίδισε. Ειλικρινά μη με ρωτάς. Δεν έχω μυαλό τις τελευταίες μέρες!»

     Οι δυο φίλες κατευθύνθηκαν ως την πόρτα που η Άνι, απέφευγε να περάσει και να μπει στο σπίτι. Όταν αυτό έγινε, αισθάνθηκε μια σουβλιά να διαπερνά το στομάχι και τον κόλπο της. 

     Δίχως να μπορεί να συγκρατηθεί, έτρεξε αμέσως στο μπάνιο και ξέρασε, εντελώς απροσδόκητα.

     «Τι έπαθες; Έφαγες τίποτα και σε πείραξε;» τη ρώτησε ανήσυχα η Ζήνα.

     «Όχι. Το αντίθετο θα έλεγα. Είμαι νηστικιά». 

     Έτριψε τα μάτια κουρασμένη, έτοιμη να καταρρεύσει. Βρισκόταν σε πολύ αδύναμη κατάσταση.

     «Δεν αισθάνομαι καλά. Πάω να ξαπλώσω, με συγχωρείς».

     Όπως έστριψε για να ανέβει τα σκαλιά, η φίλη της παρατήρησε κάτι καινούργιο πάνω της. Έσπευσε να τη βοηθήσει.

     «Φιλενάδα… Το καλό μού το κρατούσες για το τέλος;»

     Η Άνι έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε χαμηλά, όπου και η Ζήνα κοιτούσε. 

     Η κοιλιά της είχε φουσκώσει. Σαν ένα μεγάλο και άμορφο σχήμα μπάλας, που συνεχώς μετακινούνταν.  

     «Δεν είμαι έγκυος!» βρυχήθηκε και ένα συνοφρύωμα εμφανίστηκε στο ταλαιπωρημένο της πρόσωπο. «Αυτός είναι, δεν καταλαβαίνεις; Αυτός! Η οντότητα του σπιτιού δε θέλει να φύγω!»

     «Παιδί μου, τι λες; Θα υπάρχει επιστημονική εξήγηση, δε γίνονται αυτά τα πράγματα!» της δικαιολόγησε, εμφανώς φοβισμένη. 

     Η Ζήνα θέλοντας να βοηθήσει όπως μπορούσε, εναπόθεσε τα χέρια της σε εκείνο το παράταιρο εξόγκωμα. Τότε, ακούστηκαν μακρινές φωνές, σαν ζώα που αλυχτούν, και ένας δυνατός πόνος λύγισε την Άνι στο πάτωμα.  

     Η κοιλιά, σιγά σιγά, άρχισε να ξεφουσκώνει και ανάμεσα στα πόδια της, αίμα πορφυρό κύλησε. Αίμα με μαύρες κηλίδες. Αίμα δηλητηριώδες… 

     «Θεέ μου…» αναφώνησε ενεά πια, η προσκεκλημένη. «Άνι… Κοίτα… Χριστέ μου!»

     Εμβρόντητες, νεκρές από αντίδραση, κολλημένες στο πάτωμα σαν καρφιά, έμειναν να ατενίζουν μια μαύρη, αιωρούμενη σιλουέτα που όλο και απομακρυνόταν. 

     Η Άνι είχε και πάλι επίπεδη κοιλιά. Έπειτα, έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε πάνω στη θανατερή λίμνη.
    Στη λίμνη του διαβόλου.

 


ίναι ένα ζώο με παράξενη μορφή που πολλοί το παρομοιάζουν με τα γκρέμλιν της γνωστής ομώνυμης ταινίας.

 


     

    





                             

     


Σχόλια

  1. Τα εχεις δώσει ολα!!! Εχω τρελαθεί!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το προσπαθώ πραγματικά! Αγαπώ αυτή την ιστορία ♡ ευχαριστώ ❣❣❣

      Διαγραφή
  2. Εγω πάντως κολλητη θα σε είχα πάρει και θα είχα εξαφανιστεί από κει μέσα,ξέρεις πόσο τα φοβαμαι αυτά χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Στη συγκεκριμενη περιπτωση δεν μπορει να πιστεψει οτι κατι υπαρχει. Στο τελος ομως το δε και η φιλη της. Θα δουμε ομως... χαχα εσυ, θα εφευγες θα μαφηνες νονη 🤣🤣🤣

      Διαγραφή
  3. Τι έχουμε να διαβάσουμε ακόμη απορώ. Και είναι ακόμη η αρχή…Μπραβο Μαρακι κατάφερες με τρόμαξες 😊Δεσποινα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αχ, ναι!! Εχω ομορφα πραγματα στο μυαλο μου για το συγκεκριμενο. Την επομενη φορα διαβασε το βραδυ 😂

      Διαγραφή
  4. Αμάν, όταν βλέπω αντανάκλαση, πλέον θα στρέφω το βλέμμα μου μακριά! 🤣
    Μου αρέσει πώς εξελίσσεται η ιστορία, και ο κύριος Κηπουρός μεταδίδει όντως μια δυσοίωνη αίσθηση... 🤔
    Για να δούμε. 😃

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαχαχα και αλλοι μου το παν αυτο! Ναι θα δούμε τον ρολο τους 🤗

      Διαγραφή
  5. Πολύ δυνατή η ροή των γεγονότων, περιβάλλον τρόμου. Το αφύσικο στήνει "χορό" στην ηρωίδα μας. Νιώθω να είναι πολύ μόνη εκεί, απομονωμένη και ευάλωτη. Τόσο ο άντρας της όσο και ο κηπουρός, με ανησυχούν. Μοναδική ελπίδα δείχνει η Ζήνα, η φίλη της. Ανατριχιαστική η περιγραφή των γεγονότων. Μπράβο Μαρία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν εχεις αδικο... κατα καποιο τροπο ειναξ πολυ μονη... ευχαριστω για τα καλα σου λογια 😊

      Διαγραφή
  6. Σου πάει πολύ το είδος αυτό, ένιωσα την απελπισία της κοπέλας από την αρχή ως το τέλος. Ο, τι πρέπει οι ιστορίες σου για το spooky season που τόσο αγαπώ 🎃 πολλά συγχαρητήρια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστω πολυ πολυ 🙏🙏 αυτος ο καιρος με εμπνεει η αληθεια ειναι 😅

      Διαγραφή
  7. Αυτό το είδος σου παει φοβερά! Αλήθεια είμαι περίεργη να δω που θα καταλήξει όπως και το ποια είναι η συνοχή. Τρομακτικές σκηνές, ανατριχιαστικές περιγραφές, ρεαλιστικές εικόνες και διάλογοι. Αυτό το βιβλίο μου αρέσει πολύ! Μπράβο αγαπημένη μου!❤😍

    (Το διαβασα βράδυ παρακαλώ πολύ!😂😂)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πες ... τρομαξες; 😅😅😅 χαιρομαι που σου αρεσε τοσο! Κ εγω το αγαπω αυτο το ειδος ..

      Διαγραφή
  8. Ευχαριστω Μαρθα μου!! Εισαι παντα εδω και αυτο ειναι μοναδικο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Υπέροχο!! Πραγματικά ανατρίχιασα, αν και δεν το διάβασα πολύ αργά γιατί αν πήγαινα μετά στο μπάνιο δεν θα τολμούσα να κοιτάξω στον καθρέφτη 😬 Ο άντρας της Άνι και ο κηπουρός αδιάφοροι τελείως και ανίδεοι με την τρομακτική αύρα του σπιτιού. Τουλάχιστον η Ζήνα δείχνει σύμμαχος της μέχρι στιγμής, αφού μετά από αυτό που είδε δεν μπορεί να μην την πίστεψε...!
    Γλαφυρές περιγραφές που ανατριχιάζουν!! Συνέχισε έτσι, το έχεις και με το παραπάνω σε αυτό το είδος 👏❤

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Τα σπας μικρή μου, το ξέρεις ;
    με τσίτωσες νυχτιάτικα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ebook: "Κούνια μπέλα"

Το νεκρό σώμα