Κεφάλαιο 3ο

 



Κεφάλαιο 3
Όνειρο ή πραγματικότητα;


Η βάρδια του Τζόρνταν ολοκληρώθηκε στις τρεις το μεσημέρι και δίχως να χάσει χρόνο, έφυγε τρέχοντας από το κτίριο όπου εργαζόταν, για να καταλήξει στο μικρό, ασπρόμαυρο αμάξι του. Είχε ξυπνήσει πολύ νωρίς, και κοιμηθεί πολύ λιγότερες ώρες. Η προσαρμογή στο νέο σπίτι δεν ήταν εύκολη υπόθεση όπως αρχικά νόμιζε. Ειδικά για την Άνι.
    Ο καιρός, επιθετικά βροχερός. Οι άνεμοί του λυσομανούσαν και χτυπούσαν δυνατά τα τζάμια του αυτοκινήτου, ενώ οι λακκούβες με λάσπη που δημιουργήθηκαν στους δρόμους, εξαιτίας της σφοδρής βροχόπτωσης, δυσκόλευαν στην ομαλή οδήγηση.
    «Γαμώ την γκαντεμιά μου! Σήμερα βρήκε να βρέξει, που έχω διανύσει τόσα χιλιόμετρα;» ξέσπασε φωναχτά, την ώρα που έστριβε μανιωδώς το τιμόνι.
    Δέκα λεπτά πριν φτάσει στο νεοκλασικό, έκανε μια στάση να ξεκουραστεί απ’ τη σημερινή πίεση και κούραση της ημέρας. Έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου ενώ οι υαλοκαθαριστήρες σκούπιζαν τους μαζεμένους και διάφανους λεκέδες. Η μουντή μέρα, η σκοτεινή ατμόσφαιρα και ο μελωδικός ήχος της βροχής, συνέθεσαν στο να προκληθεί πρόωρα η αϋπνία του Τζόρνταν, με την απόροια τα βλέφαρα να βαρύνουν και να γύρει για λίγο στο κάθισμα.
    Η κούραση τον παρέσυρε. Σαν να δέθηκαν τα άκρα και το σώμα να παρέλυσε στο κάθισμα, χάθηκε σε ένα βαθύ όνειρο, η ψυχή του πέταξε σε άλλη διάσταση βλέποντας από μακριά το αμάξι του και στη θέση του οδηγού, τον εαυτό του να κοιμάται.
    Η φιγούρα του, ξύπνησε. Βγήκε έξω απ’ το αμάξι και τον κοίταξε στα μάτια.
    «Έλα μαζί μου» του είπε, μιλώντας ουσιαστικά στον εαυτό του και τον ακολούθησε.
    Αν και το σπίτι δεν ήταν κοντά από το σημείο που είχε σταματήσει το αμάξι, στο «όνειρο» απείχε μόλις δύο λεπτά.
    Περπατούσαν με το ίδιο στυλ, ανέπνεαν στον ίδιο ρυθμό, ανοιγόκλειναν τα μάτια την ίδια στιγμή, κοιτούσαν στην ίδια ευθεία… σαν να κοιτούσαν τον καθρέφτη τους.
    Φτάνοντας στην είσοδο, ο κλώνος του τού έκανε νόημα να συνεχίσει να τον ακολουθεί. Οπότε και το έκανε.
    Το εσωτερικό του σπιτιού διέφερε με το παρόν. Ήταν ίδιο με την εποχή που η θεία ζούσε, όντας νέα ακόμα. Φωνές παιδικές, γυναικείες, τρεχαλητά, τρίχες σκύλου, παράσιτα ραδιοφώνου, εναλλαγή καναλιών από την ασπρόμαυρη τηλεόραση, πλέξιμο, βιβλία, ζωή. Υπήρχε ζωή σε αυτό το σπίτι.
    Οι δυο τους περπατούσαν ανάμεσα σε ανθρώπους χωρίς να μπορούν να τους δουν εκείνοι και να αγγιχτούν.
    Κατέβηκαν σκαλιά. Πολλά σκαλιά που τους οδήγησαν σε ένα υπόγειο κελάρι, το οποίο, την ύπαρξή του, το ζευγάρι δεν τη γνώριζε. Άναψαν το ακουμπισμένο κερί στο πρώτο σκαλοπάτι, με σπίρτο και ο Τζόρνταν συνέχισε να ακολουθεί πιστά τη δίδυμη φιγούρα του.
    Τα πλήκτρα του σκονισμένου πιάνου, άρχισαν να παίζουν μόνα τους, σε μια μελωδία ζοφερή. Η φιγούρα προπορεύτηκε και άνοιξε το καπάκι του μουσικού οργάνου, για να βουτήξει τα χέρια μέσα σε αυτό και να ψαχουλέψει κάτι συγκεκριμένο. Διότι οι κινήσεις του αυτό δήλωναν: ήρθα ως εδώ, για να πάρω αυτό που θέλω και να φύγω.
    Ένας τσαλακωμένος, φθαρμένος από τα χρόνια φάκελος, στο χρώμα του μουσταρδί, έκανε την εμφάνισή του. Ο κλώνος τού τον έδωσε στα χέρια και έπειτα, η φλόγα του κεριού τρεμόπαιξε, έσβησε και όλα μαύρισαν.
    Τώρα μπορούσε να αφουγκραστεί μονάχα τον παλμό του και τίποτα περισσότερο. Πάνε οι φωνές, πάνε οι μουσικές. Θα προσπαθούσε να βρει τον δρόμο της επιστροφής, χωρίς την πολύτιμη βοήθεια της φιγούρας.
    Έκανε βήματα πισινά, βηματίζοντας αργόσυρτα, πιστεύοντας πως πατούσε ακριβώς στα ίδια σημεία του δαπέδου, όπου προηγουμένως είχε αγγίξει, ελπίζοντας με αυτόν τον τρόπο να έφτανε ασφαλής στην έξοδο.
    Στα πνεύματα και στα φαντάσματα δεν πίστευε, ωστόσο βρισκόμενος μέσα σε ένα τόσο κλειστό και μαύρο τοπίο σαν φέρετρο, η ατμόσφαιρα από μόνη της τον αγκάλιαζε και τον βούλιαζε στα άδυτα.
    Τελικά τα κατάφερε και έφτασε σε εκείνο το πρώτο σκαλοπάτι, που, όταν μπήκαν βρήκαν πεταμένα το κερί και το σπίρτο. Χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι για να βρει την πόρτα και να την ανοίξει.
    Λάθος; Έκανε λάθος; Μα καμία πόρτα δεν υπήρχε!
    Τσιμέντο. Μόνο τσιμέντο, υγρασία και κενό.
    «Βρες τον φάκελο, ανόητε» κάποιος του ψιθύρισε.
    Ο Τζόρνταν σήκωσε το κεφάλι για να δει μια άσπρη, κατάλευκη φιγούρα γυναίκας, νεκρή, να του μιλά.
    Παλαμάκια.
    Το όνειρο έσβησε. Οι πύλες άνοιξαν, οι σκιές χάθηκαν και τα βλέφαρα σηκώθηκαν. Πλέον η βροχή ήταν δυνατότερη και το σκοτάδι είχε απλώσει για τα καλά τα δίχτυα του. Ο Τζόρνταν έτριψε τα μάτια του κι ύστερα έπιασε την καρδιά του. Τρομερό όνειρο! Σαν να το έζησε πραγματικά… Ακόμα μύριζε τη σάπια μυρωδιά, άκουγε το πιάνο το νατριχιαστικό παλαμάκι και κυρίως, άκουγε τη φωνή της… νεκρής!
    Η ψυχή του επανήλθε. Ξύπνησε. Έβαλε μπρος και γκάζωσε. Φτάνοντας στην οικία, παρατήρησε την Άνι και τη Ζήνα να κάθονται στο υπόστεγο του γκαράζ, έξω στη βροχή και το κρύο. Προφανώς και απόρησε με την αλλόκοτη συμπεριφορά τους και πριν ακόμα σταθμεύσει το αυτοκίνητο, σταμάτησε δίπλα τους. Κατέβασε το τζάμι, άπλωσε το χέρι στο τιμόνι και τους μίλησε.
    «Καλησπέρα! Μπορείτε να μου εξηγήσετε τι κάνετε εδώ; Βρέχει καταρρακτωδώς και η θερμοκρασία είναι πολύ χαμηλή. Ψάχνετε τρόπο να αρρωστήσετε;»
    Η Άνι, κάτασπρη στο πρόσωπο περισσότερο από το σύνηθες, σκεπασμένη με μια κουκούλα και σταυρωμένα τα χέρια, πήγε κοντά του. Έτρεμε από πάνω μέχρι κάτω.
    «Επιτέλους ήρθες. Το κινητό γιατί το έχεις κλειστό;» του είπε ξεψυχισμένα σαν να είχε σαράντα πυρετό.
    Εκείνος έριξε μια ματιά στη συσκευή του. Έκπληκτος διαπίστωσε πως το κινητό ήταν ανοιχτό μα το σήμα ανύπαρκτο.
    «Δείχνει πως δεν έχω καθόλου σήμα! Συνέβη κάτι; Και εσύ, Ζήνα, πώς και αποδώ;»
    «Ναι, και μάλιστα πολύ σοβαρό. Πρέπει να μιλήσουμε μα όχι σε αυτό το σπίτι».
    Έξυσε λίγο τον λαιμό του και συνοφρύωσε τα φρύδια απορημένος. Το ένστικτό του τού έλεγε πως αυτά που θα άκουγε δε θα του άρεσαν καθόλου. Για άλλη μια φορά η φαντασιόπληκτη, υστερική γυναίκα του, έπλαθε ιστορίες για αγρίους.
    «Γιατί; Θα μας φάει; Ρε, πάτε καλά; Σε κόλλησε και εσένα, η φίλη σου, μαλακίτιδα; Κοιτάξτε να συνέλθετε γρήγορα, γιατί είμαι ταλαιπωρημένος και καθόλου ορεξάτος» τις γείωσε και πάρκαρε το αμάξι στη μονή θέση του γκαράζ.
    Στο πρόσωπο της Ζήνας σχηματίστηκε θυμός. Γιατί δεν τις άφησε χρόνο να μιλήσουν; Γιατί τις αποπήρε τόσο άδοξα; Ήταν δύο κι ήταν ένας. Έπρεπε να τις ακούσει!
    Με μεγάλες και σίγουρες δρασκελιές, τον έφτασε και τον άρπαξε απ’ τον ώμο.
    «Σου λέμε πως αφορά κάτι το σημαντικό και το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μας απαξιώσεις και να φύγεις; Πρέπει να μας ακούσεις! Αυτό που υπάρχει εκεί μέσα είναι ζωντανό, Τζόρνταν. Υπάρχει μια οντότητα και θέλει να σας κάνει κακό. Με τα μάτια μας το αντιμετωπίσαμε το μεσημέρι! Αν κοιτάξεις τα μηνύματα θα βρεις μυριάδες κλήσεις!»
    Ο άντρας στριφογύρισε τα μάτια του. Μετά το αληθινό όραμα που έζησε, άρχισε να παίρνει στα σοβαρά και τις δικές τους ομολογίες. Ίσως αυτό το σπίτι να ήταν καταραμένο. Ίσως, κάπου εκεί κάτω, πολύ κάτω στο υπόγειο όπως του υπέδειξε η δίδυμη σκιά του, να υπήρχε κάτι.
    «Εντάξει, σας πιστεύω. Πριν φύγουμε, όμως, αφήστε με να το εξακριβώσω».
    «Να το εξακριβώσεις; Και πώς θα γίνει αυτό;»
    «Δεν εμφανίστηκε μόνο σε εσάς. Σήμερα, και εγώ είδα κάτι με τα μάτια μου. Με τις αισθήσεις μου».
    Οι γυναίκες ανακουφίστηκαν και αλληλοκοιτάχτηκαν. Όχι επειδή το κακό διπλασιάστηκε, μάλλον τριπλασιάστηκε, αλλά επειδή στα μάτια του δε φάνηκαν τρελές και θα εκτελούσε την επιθυμία της γυναίκας του, της Άνι, να φύγουν από αυτό το στοιχειωμένο μέρος.
    «Πού να σε περιμένουμε;» ρώτησε η Ζήνα, αφού η Άνι έμοιαζε φοβερά καταβεβλημένη, χάνοντας ολοένα και πιο πολύ τη δύναμη της φωνής και των κινήσεών της.
    «Έλα, μην κάνετε σαν παιδιά. Περάστε στο καθιστικό. Ανοίξτε τηλεόραση, βάλτε μουσική και σε λίγο θα έρθω και εγώ».
    «Όχι» αρνήθηκε η Άνι. «Εγώ δεν μπαίνω εκεί μέσα, με αυτόν».
    Ο Τζόρνταν ανασήκωσε τα φρύδια και οι ρυτίδες στο κούτελό του εμφανίστηκαν σε σειρά, πιο έντονες από ποτέ. Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και έσπευσε να την πάρει αγκαλιά.
    Άνοιξε τα χέρια διάπλατα και εκείνη κούρνιασε σαν να ήταν η φωλιά της. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να φανταστεί πως βρίσκονταν στο παλιό τους σπίτι, με ενοίκιο. Εκεί που όλα έμοιαζαν παραμυθένια, χωρίς κανένα πνεύμα να τους κάνει παρέα. Καμία διαβολική οντότητα.
    Της χάιδεψε τα μαλλιά και την πλάτη. Θεωρούσε πως η γυναίκα του, υπερέβαλε, λόγω του σοκ που κάποτε την είχε χτυπήσει, κάνοντάς την υπερευαίσθητη. Μα τώρα είχε και σύμμαχο την κολλητή της. Σίγουρα δεν ψεύδεται εσκεμμένα.
    «Όλα καλά θα πάνε, έχε μου εμπιστοσύνη. Όπως σε φρόντισα τότε που με είχες ανάγκη, έτσι θα κάνω και τώρα. Ναι, αγάπη μου;»
    Οι παλάμες του πίεζαν τα μάγουλά της και τα μάτια του κοιτούσαν συγκινημένα τα δικά της.
    «Εντάξει. Μην αργήσεις, σε παρακαλώ. Αυτό που βίωσα σήμερα με έχει τσακίσει».
    Της άφησε ένα φιλί στο μουσκεμένο της μέτωπο και πριν φύγει τον ρώτησε για τον κηπουρό.
    «Α, δε μου είπες! Πού τον βρήκες αυτόν τον λιγομίλητο κηπουρό; Στον συνέστησε κάποιος της περιοχής;» τον ρώτησε κρατώντας το ένα χέρι του.
    «Ποιον κηπουρό, καλή μου; Εγώ δεν κάλεσα κανέναν κηπουρό», την επιβεβαίωσε και της ζήτησε να ηρεμήσει, αφού πίστευε πως είχε ψευδαισθήσεις εξαιτίας των ηρεμιστικών χαπιών.
    Όταν αναχώρησαν και οι τρεις τους για να εισέλθουν στο άδειο σπίτι, η Άνι γύρισε το κεφάλι για να δει τη δουλειά που είχε κάνει ο φροντιστής του κήπου. Και με μεγάλη της έκπληξη, διαπίστωσε πως όλα ήταν απείραχτα, σαν την πρώτη μέρα που πάτησαν το πόδι τους σε αυτό το μαύρο, ερεβώδες, πεθαμένο τοπίο.

                                                             
◇ ◇ ◇



Κρατώντας τον φακό στα χέρια και ένα ζευγάρι ολοκαίνουργιες μπαταρίες, ο άντρας της παρέας αποφάσισε να ψάξει για αυτό το κρυμμένο κελάρι. Υπήρχε, όντως; Και αν το έβρισκε πώς θα το εξηγούσε λογικά; Ότι το ονειρεύτηκε και έπειτα θέλησε να ανακαλύψει αν είναι διορατικός;
    Έκανε ακριβώς την ίδια διαδρομή του ονείρου κι όταν έφτασε στην πρώτη μερίδα σκαλιών, η καρδιά του ξεκίνησε να χτυπά γρηγορότερα. Τα κατέβηκε και συνάντησε τα επόμενα. Οι παλμοί αυξήθηκαν. Το όνειρο έβγαινε αληθινό. Τελικά, ναι, έφτασε στα πολυπόθητα και γνωστά σκαλιά. Η πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή και καθώς τη διαπέρασε, τα πόδια του κλότσησαν καταλάθος ένα κερί και ένα σπιρτόκουτο.
    Τα έφερε στα χέρια του. Το φυτίλι του κεριού ήταν ζεστό.
    Τρόμαξε και το πέταξε κάτω. Σήκωσε τον φακό και μπροστά του εμφανίστηκε το πιάνο.
    «Δεν μπορεί να είναι αληθινό. Πώς στα κομμάτια το ονειρεύτηκα από τη στιγμή που δεν είχα ξαναβρεθεί εδώ μέσα;» σκέφτηκε.
    Νόμιζε πως θα τρελαθεί. Ο χώρος μύριζε μούχλα. Υγρασία περόνιαζε τα κόκκαλα και μια δυσοίωνη αύρα απλωνόταν στην ατμόσφαιρα.
    Με τρεμάμενο χέρι άνοιξε το καπάκι του πιάνου. Έκανε τις ίδιες κινήσεις που είδε πως έπραξε και η σιλουέτα στο όραμα, ώσπου ο φάκελος έφτασε στα χέρια του. Τον έφερε πιο κοντά στα μάτια του και διάβασε την ετικέτα.


     ΑΝΙ ΚΑΠΙΛΟΟΥΖ , έγραφε.


    Το στόμα του ξεράθηκε και αν η καρδιά του δεν χόρευε σαν τρελή, θα πίστευε πως είχε βρεθεί στην κόλαση.
    Παρέκαμψε την πολύχρονη σκόνη και έψαξε τα χαρτιά στο εσωτερικό του, μέχρι που βρήκε εκείνο που "έπρεπε" να διαβάσει.
    Όταν κατάλαβε περί τίνος πρόκειται, μίσος λίμνασε τις κόρες των ματιών του, και μια γραμμή έγιναν τα χείλη του! Τα σαγόνια σφίχτηκαν με μανία και οι αρθρώσεις των δαχτύλων άσπρισαν.
    «Πόρνη!» ψιθύρισε.
    «Έτσι μπράβο» ακούστηκε απ’ το πουθενά.
    Ο φακός στράφηκε προς το μέρος της άγνωστης φωνής.
    Ένα ολόλευκο πρόσωπο με άσπρα μάτια και στόμα ανοιχτό, στεκόταν πλάι του. Σήκωσε τα χέρια και του χτύπησε παλαμάκια.
    Ο φακός έπεσε κάτω και έσβησε. Ένα ουρλιαχτό πλημμύρισε την έπαυλη.
    Ο Τζόρνταν είχε δίκιο. Βρισκόταν σε μια φλεγόμενη κόλαση.




Σχόλια

  1. Πωωωωω!!! Εξαιρετικά Υπέροχο!!!! Ρούφηξα κάθε λέξη, κάθε κόμμα, κάθε τελεία!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μην έχεις παράπονο το διάβασα βράδυ 😊Τώρα η εγώ άρχισα το αυνηθιζω η δεν γταν τοσο τρομακτικό αυτό το κεφάλαιο . Αυτό το πνεύμα μάλλον τα χει με την Άννυ ;θέλει να την συκοφαντήσει . Περιμένω την συνέχεια Μαρακι μου❤️

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Η τρομακτική ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο εκπληκτικά δοσμένη. Μπράβο σου... αυξάνεται η αγωνία και το ενδιαφέρον με το τέλος του κάθε κεφαλαίου! 🥹

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μαράκι μου… δεν έχω λόγια περιμένω πως και πως τη συνέχεια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Εξαιρετικό, είμαι πολύ περίεργη για τη συνέχεια. Πολλά μπράβο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Έχεις ένα μοναδικό τρόπο να μάς μεταφέρεις στον ερεβώδη κόσμο του εφιάλτη. Όλα μοιάζουν χυλός σ' αυτό το σπίτι. Και μένουμε με την αγωνία φορτωμένοι να δούμε τι ανακάλυψε ο Τζόρνταν στο φάκελο.
    Εξαιρετικό Μαρία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κεφάλαιο 2ο

ebook: "Κούνια μπέλα"

Το νεκρό σώμα