Χριστουγεννιάτικη γυάλα

 



🎄Τα λιλιπούτεια χεράκια της Ναταλί, είχαν αγκαλιάσει τη γυάλινη μπάλα, και συχνά, την ταρακουνούσε για να απλωθεί το καθήμενο χιόνι, στην ατμόσφαιρα. Χωρίς να το καταλάβει, για πολλή ώρα τα πράσινα μάτια της, είχαν εστιάσει στο Χριστουγεννιάτικο διακοσμητικό και ταξίδευε στην κινούμενη εικόνα του. Είχε μαγευτεί από το άσπρο τοπίο, τη φιγούρα του Άι Βασίλη, τα έλατα και το μικρό, πέτρινο σπιτάκι με την καμινάδα.

Πόσο θα ήθελε, να μπορούσε να γίνει μέρος τού τοπίου αυτού, και να γευτεί τα Χριστούγεννα, όπως ποτέ άλλοτε! Η οκτάχρονη κοπέλα, χαμογέλασε στη σκέψη αυτή, και στην αντανάκλαση της γυάλας, είδε την ασύμμετρη οδοντοστοιχία της. Και αίφνης, ένας στρόβιλος δυνατός, την παρέσυρε μαζί του…

   Πωπω μια ζαλάδα που της ήρθε, κάνοντας το ταξίδι αυτό!

   Χρειάστηκε ολόκληρα λεπτά να συνέλθει και να διαπιστώσει πως δεν βρισκόταν πια, στο ζεστό της πατρικό, αλλά… μέσα στο χώρο τού διακοσμητικού! Μεταφέρθηκε σε μια ψεύτικη χώρα, όπως ακριβώς, στιγμιαία το ευχήθηκε!

   Να ‘ταν ένα μαγικό; Να ‘ταν ένα όνειρο απτό;  Ό,τι και αν είχε συμβεί, μόνο χαρά έφερε στο αλαβάστρινο προσωπάκι της μικρής.

   «Μπρρ.. εδώ κάνει πάρα πολύ κρύο», σύντομα συμπέρανε, και αγκάλιασε τον εαυτό της, χώνοντας τα χείλη και τη μύτη, μέσα στο γιακά της μπλούζας της.

   Οι πατούσες της όσο βημάτιζαν, άφηναν σημάδια στην κατάλευκη πάχνη και τα πόδια πάγωσαν πιότερο, αφού οι λεπτές κάλτσες, αδυνατούσαν να προστατεύσουν το δέρμα της.

   «Μα τι στο καλό σκέφτηκα, και ευχήθηκα να έρθω εδώ! Και αν δεν ξανά επιστρέψω ποτέ, κοντά στη μαμά και στον μπαμπά; Αχ, φοβάμαι! Και κρυώνω, κρυώνω τόσο πολύ!»

   Η Ναταλί, έπαψε να βλέπει ως παραμυθένια την περιπέτειά της, και τρόμος την κατέκλυσε! Βολόδερνε κυκλικά, κλοτσώντας νευρικά, το συσσωρευμένο χιόνι στα πόδια και μιλούσε μοναχή της. Δεν είχαν περάσει, ούτε δέκα λεπτά όταν τα δάκρυα έπνιξαν τα σμαραγδένια μάτια της και η κατήφεια ζωγράφισε την έκφρασή της.

   Μα ποιος κακός άγγελος, είχε τη φαεινή ιδέα να εισακούσει στις επιθυμίες ενός παιδιού; Ένα παιδί μόνο του, που δεν έμαθε ποτέ να κρυώνει και να πεινά, ήταν ορθό, να μην μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή την αντίξοη συνθήκη.

   Πλησίασε το πέτρινο σπιτάκι. Εκείνο που έξω απ’ τη γυάλα θαύμαζε, μα όση ώρα, στο πλάι του βρισκόταν, σημασία δεν του είχε δώσει! Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, και πέρασε το βλέμμα, μέσα απ’ τις τραβηγμένες κουρτίνες. Ακούγονταν, ευχάριστες ιαχές. Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, αστεία δυνατά, πιρούνια να χτυπούν τα πιάτα.

   Οικογένεια! Συλλογίστηκε η Ναταλί.
   Α, μα ναι… Ήταν μια οικογένεια, που γιόρταζε την πιο ζεστή γιορτή του χρόνου, σε αντίθεση με την ίδια. Αντί να κάθεται στην καρέκλα, του δικού της σπιτιού και οικογένειας και να δειπνεί, κυκλοφορούσε στα ξένα, απροστάτευτη.
   Χτύπησε φειδωλά την ξύλινη πόρτα, περιμένοντας για μια σωτήρια ανταπόκριση. Μια καλόγαθη, μελαχρινή κοπέλα της άνοιξε, και ως τα αυτιά, απλώθηκε το χαμόγελό της.

   «Καλώς την! Πέρασε μέσα», της είπε εγκάρδια η έφηβη, κάνοντας χώρο στην επισκέπτρια να περάσει.
   «Θέλω να τηλεφωνήσω στη μαμά».
   Η πόρτα έκλεισε, και πίσω άφησε τη βαρυχειμωνιά. Το σαλόνι ήταν μικρό και ένα ετοιμόρροπο τραπέζι δέσποζε καταμεσής του δώματος, ίσα που έβρισκε την ισορροπία του για να μην καταρρεύσει. Τα πιάτα, δεν ήταν γεμάτα και πέρα από νερό, άλλο ρόφημα δεν υπήρχε. Το ψωμί δε, έμοιαζε πέτρινο. Ευτυχώς, υπήρχε το τζάκι και κάπως προσέθετε, μια πιο επιμελή εικόνα.

   «Δεν διαθέτουμε τηλεφωνική συσκευή. Θα πρέπει να περιμένεις μέχρι αύριο το πρωί».
   «Γιατί, τί θα συμβεί, αύριο το πρωί;» αντέτεινε.
   «Κάνει την περιπολία του ο Αι Βασίλης. Θα του πεις το παράπονό σου, και εκείνος θα σου βρει, σίγουρα, τη λύση. Λοιπόν; θα κάτσεις να γεμίσεις το στομάχι σου, ή θα παραμείνεις έξω στο κρύο, νηστικιά;»

   Αφού δεν υπήρχε διαφορετική επιλογή, διάλεξε να δεχτεί την παρέα των φτωχών ανθρώπων, και στην πορεία, ίσως κάτι άλλο να σκαρφιζόταν.
   Το φαγητό, όσο και αν πεινούσε, δε το βρήκε διόλου, νόστιμο! Και παραξενεύτηκε πολύ με τους συνδαιτυμόνες της, που με κάθε μπουκιά, χάιδευαν το στομάχι τους αφήνοντας ένα μακρόσυρτο μμμ! Υπαινίσσοντας, πως έτρωγαν κάποιο γευστικό αριστούργημα. Πάραυτα, η κοιλιά της γέμισε, και ο οργανισμός της, κάπως ηρέμησε.

   «Μπορώ να ξαπλώσω, ώσπου να έρθει ο Άι Βασίλης; Άρχισα να νυστάζω», δήλωσε στην Κυρά, των δύο κοριτσιών.
   «Φυσικά καλή μου. Να, εκεί στη γωνιά, κοιμούνται και οι κόρες μου. Κοιμήσου όσο θες».
   Η Νάταλι, έστριψε το κεφάλι, για να δει, λεπτές κουβέρτες, στρωμένες στο πάτωμα, και για μαξιλάρι, διπλωμένα ρούχα. Δυσανασχέτησε. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν πολύ φτωχοί! Εκείνη, μαθημένη στη βολική και άνετη ζωή, δε μπορούσε με τίποτα να προσαρμοστεί. Και πάλι όμως, ήταν καλύτερο, απ’ το να κοιμηθεί στο πολικό κρύο.

   Ξάπλωσε παρέα με τις δυο κοπέλες, και δίχως να το καταλάβει, η νύστα τής έφυγε. Αντάλλασσαν ιστορίες απ’ το σχολείο και γελούσαν. Άκουγε για τα φλερτ της μεγαλύτερης αδελφής, παίρνοντας μια ιδέα για τον έρωτα, που τόσο αστείο τον έβρισκε! Πείραζε η μια την άλλη, για το τρόπο που μιλούσαν. Έβρισκαν συνεχώς θέματα, για να μην κοιμηθούν, μένοντας ξύπνιες και συζητώντας.
   Ένα πρωτόγνωρο πάρτι!

Τα μεσάνυχτα ήρθαν. Τα μποφόρ αυξήθηκαν, και ο άνεμος ούρλιαζε. Τα παράθυρα έτριζαν και τα δέντρα μονομαχούσαν μεταξύ τους, χορεύοντας τρελά. Ο άγριος καιρός, νανούρισε τα ανήσυχα, παιδικά πνεύματα, και τα βλέφαρα έκλεισαν γαληνεμένα. Το πρωί, όλα είχαν καταλαγιάσει. Η όμορφη εικόνα του Χειμώνα επέστρεψε και οι αδερφές, σαν έπεσαν στα κεφάλια τους, οι χρυσές αχτίδες του παγωμένου ηλίου, ξύπνησαν με ένα τραγούδι Χριστουγέννων, στη φιλοξενούμενή τους.

   Απέκτησε φίλες! Ξαφνικά, βρέθηκε να έχει δύο φίλες. Πόσο τις συμπαθούσε! Δεν είχαν καμία σχέση, με τα κακόβουλα κορίτσια του σχολείου. Ήταν διακριτικές... χαρωπές, στωικές, ζωντανές! Μακάρι, φεύγοντας από εκεί, να τις έπαιρνε μαζί της, και να μη χάνονταν ποτέ.

   Χο! Χο! Χο!

   Ακούστηκε σε όλη τη πλάση. Τα κορίτσια, σα να τους τσίμπησε μέλισσα, πετάχτηκαν στον αέρα και έσπευσαν να διπλώσουν τις κουβέρτες, εναποθέτοντάς τες, στον αποθηκευτικό χώρο του ντιβανιού.
   Τα τέσσερα μέλη, συγκεντρώθηκαν στην είσοδο και περίμεναν την άφιξη, του αγαπημένου τους παππούλη.

   Ψηλός, ντυμένος στα κόκκινα, μακριά, άσπρα γένια, μια στρογγυλή μύτη, και μια μεγάλη κοιλιά! Ο Άι Βασίλης, μπήκε στο σπίτι, τινάζοντας το χιόνι απ’ τις αρβύλες του, και ξεκίνησε να μιλά στον καθένα χωριστά. Φτάνοντας στη Ναταλί, της έδωσε χρόνο να μιλήσει.

   «Περίμενα να έρθεις, για να σου πω ότι το σπίτι μου, είναι έξω από τον κόσμο σας και η μαμά μου, θα ανησυχεί τόσες ώρες που λείπω!»

   Ο μεγαλύτερος, λύγισε στο ύψος της, και τα γαντοφορεμένα χέρια, βρήκαν τα δικά της. «Γλυκιά μου, εκείνη σε έστειλε εδώ. Μαθαίνοντας για τη συμπεριφορά σου, εναντίον, του φτωχού παιδιού, στο τελευταίο θρανίο, θέλησε να σου δώσει ένα μάθημα».
   «Ποιά συμπεριφορά μου; Δεν καταλαβαίνω τίποτα!»

   Ο Παππούλης ξερόβηξε και την έβαλε να καθίσει στο παχουλό πόδι του, σαν να ήθελε να της εξιστορήσει μια παραμυθένια ιστορία. «Την ώρα του διαλείμματος, τον πέτυχες να ζητά φαγητό από τις τραπεζοκόμες που δουλεύουν στη τραπεζαρία. Το βρήκες αστείο, και έπειτα, όλο το σχολείο έμαθε για το θράσος του, να ζητιανέψει λίγο ψωμί. Αλήθεια, Ναταλί, αισθάνθηκες περήφανη, όταν όλοι γέλασαν εις βάρος του, και ουδείς πήρε το μέρος του;»
 
Τόλμησε να δικαιολογηθεί. «Μα, ποιος ζητιανεύει τα αποφάγια τού άλλου; Είναι αστείο!»

   Τότε, ο Άι Βασίλης, κοίταξε το φτωχικό σπίτι και της γέλασε γλυκά, ανασηκώνοντας ελάχιστα τις διόπτρες του. «Ω! Μα εσύ Ναταλί! Και εσύ, χθες το βράδυ, δεν ήρθες σε ένα άγνωστο, για σένα, σπιτικό, ζητώντας ελεημοσύνη με τον τρόπο σου; Και παρόλου, που τίποτα δεν σου ήταν αρεστό, το άδειασες το πιάτο σου».
   «Αυτό ήταν άλλο! Πεινούσα… Ήμουν απελπισμένη! Ενώ εκείνος...»
   «Εκείνος, τί; Το ίδιο είστε κορίτσι μου. Η διαφορά σας είναι η εξής: Εσύ, πείνασες μια φορά, εκείνος, πεινά κάθε μέρα. Το γεγονός πώς δεν είστε ίδιοι, δε σημαίνει ότι σου δίνει το δικαίωμα να τον χλευάζεις. Γύρνα τώρα σπίτι σου, και σκέψου βαθιά όσα είπαμε».

   Η Ναταλί έβαλε τα κλάματα. Ο Παππούς, είχε δίκιο. Αδίκησε ένα καημένο παιδί, έτσι απλά… έτσι άπονα, χωρίς κανένα λόγο, μόνο και μόνο για να προκληθεί σκάνδαλο, μέσω τού στόματός της.

   «Συγγνώμη! Συγγνώμη, δε θα το ξανά κάνω! Συγχώρεσέ με, Άγιε μου Βασίλη!»

   Ο ηλικιωμένος, λυπήθηκε που την έβλεπε να δακρύζει. Σήκωσε το πηγούνι της, με τα δάχτυλά του και της είπε: «Από εδώ και πέρα, όταν τον ξανά δεις να αναζητά τροφή, αν στο σακίδιό σου υπάρχει κάτι φαγώσιμο, έστω και μικρό, να του το προσφέρεις. Έτσι, θα τρέφεις τη ψυχή σου, και μια μέρα, όλο το καλό που θα έχεις σπείρει, θα γυρίσει πίσω σε σένα».

Σαν τελευταία χάρη, ζήτησε να πάρει μαζί της, τις καινούργιες της φίλες. Ο Άι Βασίλης, της εξήγησε ότι δεν ήταν εφικτό, γιατί η κάθε παρουσία, ζει στον δικό της κόσμο, όπως τα ψάρια, μέσα στο νερό. Όμως, όποτε κάνει μια καλή πράξη, θα μπορεί να τους μιλά.
Έπειτα, της ζήτησε να κλείσει τα μάτια. Και όταν τα άνοιξε, το χιόνι είχε φουντώσει έξω από το παράθυρο, και η μητέρα της, φώναζε συνεχόμενα, πώς το γιορτινό τραπέζι είναι έτοιμο.

«Άντε Ναταλί, κοιμήθηκες πολύ βαριά! Έλα να φας, μωρό μου!» της είπε.

Σαν βολεύτηκε στη θέση της, η Μικρή, κοίταξε την οικονόμο του σπιτιού και την ρώτησε. «Έχει περισσέψει, χθεσινό ψωμί;»🎄



________________

Καλά Χριστούγεννα σε όλα τα φιλαράκια μου.
Κάθε ευχή σας, να πραγματοποιηθεί 
Και να θυμάστε... την κάθε ημέρα, πρέπει να την εκμεταλλεύεστε, με σκοπό να έρθετε πιο κοντά στα όνειρά σας.

Σας ευχαριστώ για όλα 🎀


Σχόλια

  1. Μαρία αντε χάσουμε Χριστούγεννιατικα πρωί πρωί έβαλα τα κλάματα χαχαχα καλα Χριστούγεννα!! Το μεγαλύτερο δωρο είναι να βοηθάμε όσο μπορούμε αυτούς που το χρειάζονται 😍😍

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χρόνια Πολλά Μαρία! Καλά Χριστούγεννα καλή μου φίλη.
    Πάντα η πένα, η γραφή σου, η ψυχή σου, έχει ένα ξεχωριστό στολίδι να μας δώσει. Σε ευχαριστούμε. Ο ερχομός του Άη Βασίλη, τα δώρα, η ατμόσφαιρα, τα μηνύματα. Τι να πω παρά μονάχα συγκίνηση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ και από εδώ για τα υπέροχα λόγια σου. Κάθε σου σχόλιο, είναι μια όμορφη συμβουλή! Καλά Χριστούγεννα και καλές γιορτές 😍😍😍

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ebook: "Κούνια μπέλα"

ΑΦΟΣΙΩΣΗ: Κεφάλαιο 2

ΑΦΟΣΙΩΣΗ: Κεφάλαιο 1