ΑΦΟΣΙΩΣΗ: Κεφάλαιο 2

 


Κεφάλαιο 2: Μαύρη τελετή 


Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν.2121/1993) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η κατ' οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, διασκευή, αναμετάδοση και εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου*

   Το δωμάτιο που μέχρι χθες, περίλουζε ο δυνατός ο ήλιος, τώρα ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Είχα καλύψει το παράθυρο με τις κουρτίνες να μην βλέπω και να μην ακούω άνθρωπο. Το κρεβάτι παρέμενε ανέγγιχτο, ξέστρωτο, έχοντας φυλακίσει την τελευταία αίσθηση της Βερόνικα, που είχε ξαπλώσει πάνω του. Βερόνικα… Θεέ μου, το όνομά της, μου προκαλούσε δέος και μαχαίρωνε αλλεπάλληλα την καρδιά μου. Το όνομα, που άλλοτε έφτιαχνε τη διάθεσή μου, τώρα έμοιαζε με πένθιμο εμβατήριο.
   Ένα μεγάλο αγκάθι είχε σφηνωθεί στα κύτταρά μου, μα δεν έβρισκα την πληγή να την γιατρεύσω γιατί ήταν αόρατη, και ο αόρατος εχθρός είναι δυνατότερος απ’ τον καθένα. Το πένθος, ο θάνατος του ανθρώπου που αγαπάς, είναι ένας αφανής πόλεμος, δίχως καμία ελπίδα νίκης.

   Με στραγγάλιζαν τύψεις και ενοχές. Και δεχόμουν το μαστίγωμά τους, τιμωρώντας με, για την απροσεξία μου. Είχα ευθύνη για το θάνατό της. Βρισκόταν στα μέρη μου, στη γειτονιά μου, και σαν άντρας όφειλα να την προστατέψω, φροντίζοντας να την πάω σπίτι με το αμάξι μου• όχι να της ζητήσω να με περιμένει τρεις ώρες, ώσπου να επιστρέψω από την προπόνηση! Αν… αν είχα τελειώσει νωρίτερα δεν θα είχε πεθάνει. Το ριζικό της, θα ήταν αλλιώτικο, η τύχη της, φωτεινότερη.
   Ποιος ήμουν; Με ποιο δικαίωμα, έκοψα το νήμα της ζωής της;
   Αντί για φύλακας άγγελος, Άγιος προστάτης, αποδείχτηκα ο δολοφόνος της. Ποιος άλλος θα μπορούσε να την είχε σώσει; Μόνο εγώ, ο κανένας.

   Καθόμουν ανακούρκουδα στη μοκέτα. Γυμνός, φορώντας μόνο το εσώρουχό μου. Κάθε άλλο ύφασμα με έπνιγε. Παραδίπλα ήταν πεσμένο ένα αδειανό ουίσκι. Εγώ, ο πρωταθλητής, εγώ, ο σπουδαίος, έμοιαζα τόσο απέριττος και σκιώδης. Μεθυσμένος, μελαγχολικός. Το μοναδικό χαρακτηριστικό που μου θύμιζε ότι ζω, ήταν το αντανακλαστικό κλείσιμο των βλεφάρων και ο χτύπος της καρδιάς μου. Αναρωτιόμουν, αν θα κατάφερνα να ξανά βγω στο φως, αντικρίζοντας τον ουρανό, ενώπιον των Θεών, αντέχοντας τη συμβίωση υπό τη σκιά τους.
   Με κάθε ανάσα, το στρογγυλό τατουάζ στο στήθος μου, ανεβοκατέβαινε και ερχόταν πιο κοντά στην όρασή μου, σκοτώνοντας και την τελευταία διάθεσή μου. Εκείνο το συγκεκριμένο τατουάζ, ήταν το αγαπημένο της. Όταν ολοκληρώναμε τον έρωτά μας, έβρισκε απάγκιο στο χαραγμένο, μελανό κύκλο και με τα ακροδάχτυλα, ακολουθούσε την πορεία του, μέχρι να κλείσουν τα ματόκλαδά της. Πάντα κοιμόταν πρώτη, πάντα την περίμενα. Εκτός από χθες…

   Τα δάκρια στέρεψαν και αυτά, όπως και η αντοχή μου. Μα δε μου έκανε εντύπωση, γιατί τα δάκρυα, αποτελούν σημάδι ζωής, και εγώ ένιωθα, ζωντανός νεκρός. Ένας άσπιλος ανδρείκελος, απρόθυμος να κοιταχτεί και να εκφραστεί σε στιγμές μουδιασμένες, εκεί που τα λόγια δεν χωρούν και χάνουν κάθε νόημα.
   Ένας δυνατός ήχος του σταθερού τηλεφώνου, ακούστηκε στα αυτιά μου, σαν τη φωνή κάποιας οντότητας, τρομάζοντας τη σιωπή. Είχα απενεργοποιήσει το κινητό και δεν περίμενα να χτυπήσει η σταθερή συσκευή, αφού πέρα από τη μητέρα μου που μιλήσαμε χθες το βράδυ, δεν είχαν άλλοι τον αριθμό. Και φυσικά, δεν είχα σκοπό να το σηκώσω, όμως επέμενε, και υπέκυψα, θέλοντας να διώξω αυτόν τον αποκρουστικό ήχο.

   «Ναι», είπα άχρωμα.
   «Φίλε», ακούστηκε απ’ την άλλη γραμμή. «Έμαθα τα νέα... Συλλυπητήρια. Δεν ξέρω τι λόγια να βρω για να σου πω, ειλικρινά. Θέλω να σε δω, και βεβαίως, να σε συνοδεύσω στην κηδεία. Δε σε αφήνω μόνο».

   Ο Βλαντιμίρ. Ο καλύτερος και ο μοναδικός μου φίλος. Φίλος απ’ τα παλιά, φίλος καρδιάς, που χθες παρέλειψα να τον ενημερώσω για το τραγικό συμβάν. Τα είχε βγάλει από μέσα μου, όταν τα εξιστόρησα στη μάνα μου. Και έπειτα, δε ξανά μίλησα για αυτό.

   «Πώς το έμαθες;» Το μυαλό μου, μουδιασμένο όπως ήταν, δεν βρήκε τίποτα καλύτερο να απαντήσει.
   «Ειδήσεις. Άνοιξα την τηλεόραση πριν λίγο και δεν έχουν πάψει να μιλούν για την δολοφονία της… Σε κάποια αποσπάσματα των βίντεο, διέκρινα και εσένα Αντρέι. Ανησυχώ».

   Ακόμη και τη στιγμή που ήταν νεκρή, την ενοχλούσαν. Οι κάμερες, κατά καιρούς, ασχολούνταν μαζί της, εξαιτίας κάποιων περασμένων φημών, που είχαν να κάνουν με την μεταξύ μας σχέση. Ποτέ δεν απάντησα ευθέως, στο ερώτημα: αν ισχύουν τα δημοσιεύματα, περί ερωτικής σχέσης, πυροδοτώντας έτσι, την περιέργειά τους.

   «Δε με νοιάζει αν πάω μόνος, θέλω μόνο να παρευρεθώ, θέλω να της πω το τελευταίο αντίο, όμως Βλαντιμίρ...ντρέπομαι. Ντρέπομαι στη σκέψη, πώς οι γονείς της θα με κατηγορήσουν για αμέλεια προς την κόρη τους».
   Ο φίλος μου, δε θα με ένιωθε, δεν θα έβρισκε λογική στα επιχειρήματά μου, ωστόσο η έκτη αίσθηση που έχει κάθε άνθρωπος, βροντούσε μέσα μου, προειδοποιώντας με.

   «Γιατί να το κάνουν αυτό; Σε αγαπούν σαν παιδί τους! Μη το ξανά πεις ποτέ. Έρχομαι να σε πάρω, ετοιμάσου».

   Με αγαπούσαν, όσο ζούσε η κόρη τους• και την κόρη τους, την αγαπούσαν αληθινά, όχι περιστασιακά όπως εμένα. Κάτι μέσα μου είχε ραγίσει για τον οικογενειακό της κύκλο και πιστεύω, από εκείνους ξεκινούσε, στέλνοντάς μου, τη ζοφερή αύρα τους.

   Όταν το γραφείο τελετών, παρέλαβε το σώμα της, τους τηλεφώνησα για να μάθω πόσες ώρες θα την κρατούσαν μέσα στο ψυγείο. Η Βερόνικά μου...στο ψυγείο. Απόκοσμο. Φρικτό. Και μου είχαν απαντήσει ότι, τα τραύματα που δέχτηκε είχαν παραμορφώσει κατά πολύ το παρουσιαστικό της και θα χρειάζονταν, μία παραπάνω ημέρα ‘’συναρμολόγησης’’ και καλλωπισμού.
   Ωστόσο, με ταλάνιζε και η έννοια του χρηματικού ζητήματος, ξέροντας την οικονομική τους τάξη• μα δεν είχα μούτρα να προτείνω στο πατέρα της, να συνεισφέρω χρηματικά. Μάλλον, όχι να συνεισφέρω, αλλά να αναλάβω εξ’ ολοκλήρου τα έξοδα της κηδείας. Αν μου το επέτρεπε, θα το διευθετούσα μια πιο κατάλληλη περίοδο.

Κατέληξα να καλέσω ταξί. Η παρουσία μου στον ιερό χώρο, οδηγώντας το δικό μου, ακριβό αμάξι, θα έμοιαζε με αμάρτημα, για αυτό και απέρριψα αυτή την εκδοχή. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, παρέμεινα στην αυλή του κοιμητηρίου Nikol'skoye Kladbishche, μπερδεμένος στα κυπαρίσσια, τη στιγμή που ο κόσμος περικύκλωνε το κλειστό φέρετρο, πριν σκεπαστεί με χώμα και πλάκες.
   Έκανα τα αδύνατα δυνατά να μην φανερωθώ σε κανέναν, απόμακρος από την τελετή, φορώντας μεγάλα σκούρα γυαλιά. Το μουστάκι όμως, και η χαρακτηριστική, διακριτική μοϊκάνα κόμη μου, μαρτυρούσαν το ποιος είμαι. Αρκούσε μια ματιά, για να ‘’συλληφθώ’’.

   Οι ψαλμοί του παππά, ο κρυστάλλινος αέρας, ο φαιός ουρανός, ζωντάνευαν εντονότερα την απύθμενη μελαγχολία ενός νεκροταφείου, και σαν ανεμοστρόβιλος, ρουφούσαν το είναι μου. Φορούσα ακόμα το λεπτό τζάκετ, σε βαθμούς κάτω τού μηδενός και έπαιζα με τα μικρά αγκάθια ενός τριαντάφυλλου, που κρατούσα σφιχτά. Στα κρίνα πέταλά του, φαντάστηκα πως άγγιξα, το απαλό δέρμα της...
   Όταν όλοι θα έφευγαν θα πλησίαζα στα μουλωχτά, για να της το προσφέρω. Δεν ήταν αντρίκιο εκ μέρους μου να συμπεριφέρομαι, λες και ήμουν ένας κλέφτης, μα οι υπόλοιπες πόρτες για ‘μένα ήταν κλειστές.

   Ένα σπαραξικάρδιο ουρλιαχτό της μητέρας, περόνιασε τα τύμπανά μου, ενώ ο άντρας της, κρεμάστηκε απ΄τα μπράτσα της, συγκρατώντας την να μην ακολουθήσει το φέρετρο στο λάκκο. «Πού πας άγγελέ μου; Γιατί αφήνεις τη μάνα σου; Πάρε με μαζί σου», της έλεγε ξανά και ξανά, με ουρανομήκεις κραυγές, σηκώνοντας τις τρίχες του σώματός μου.

   Ο εμετός, έφτασε ως το λαρύγγι μου. Ήθελα να την κάνω μια σφιχτή αγκαλιά, να της πω ότι θα προτιμούσα να ήμουν εγώ στη θέση της κόρης της και να της υποσχεθώ ότι, από εδώ και πέρα, θα στεκόμουν δίπλα της σαν τον γιο που ποτέ δεν είχε, μα αυτό ήταν ανέφικτο, όταν ήμουν ένοχος για την τραγική έκβαση της κατάστασης.

   Η πανσπερμία, μεγάλων και μικρών, ξεκίνησε να αποχωρεί με νωθρότητα, και μέσα μου άρχισα να μετρώ αντίστροφα την ώρα που θα έφτανε, να αγκαλιάσω τον τάφο της. Ο κρύος ώμος μου, δέχτηκε τη ζεστασιά της παλάμης του Βλαντιμίρ, ο οποίος παρακολούθησε από κοντά τη μαύρη τελετή. Μια δική μου επιθυμία, αντικαθιστώντας την απουσία μου.
   «Βαρύ το κλίμα. Ειδικά μέσα στο Ναό», με ενημέρωσε ενώ ταυτόχρονα έτριβε τα χέρια του, από το κρύο που ξέραινε κάθε πτυχή του δέρματος.

   Τα δάχτυλά μου, συμπίεσαν τα αγκάθια τού κρατημένου λουλουδιού. «Ανέφερε κανείς το όνομά μου; Σε ρώτησαν οι γονείς της, γιατί δεν προσήλθα;»
   «Όχι. Ήταν προσηλωμένοι στο χαμό του παιδιού τους...»
   Έλεγε ψέματα. Κοιτούσε αλλού και έπαιζε με τη φόδρα του παλτού του. Σημάδι ανησυχίας. Έλεγε ψέματα. «Βλαντιμίρ, δεν είμαι μωρό. Θέλω να ξέρω αν είχα δίκιο, σε όσα σου εκμυστηρεύτηκα το πρωί».
   Ξερόβηξε.
   «Ε, ναι. Είχες δίκιο. Για κάποια λεπτά, βρέθηκα λίγα μέτρα πίσω απ’ τον πατέρα της, και τον άκουσα να ευχαριστεί τον Θεό, που δεν πάτησες το πόδι σου απόψε εδώ, ειδάλλως δε θα συγκρατούσε τα νεύρα του και θα σου ορμούσε. Όμως, μη τον συμμερίζεσαι Αντρέι, το παιδί του έχασε, είναι λογικό να υποψιάζεται τον καθένα. Αργά ή γρήγορα θα μετανιώσει για τις τωρινές σκέψεις του».

   Η παρηγοριά δεν είναι πάντα αποδεκτή σε όλες τις στιγμές. Σε κάποιες είναι απροσάρμοστη και παροιμιώδης. Σχεδόν, μου ήρθε να βάλω τα γέλια όταν την άκουσα. Βαρύ πλήγμα να ξέρω ότι, δεν έχασα μόνο την κοπέλα μου, αλλά και τους συγγενείς της, που μου είχαν βαθιά εμπιστοσύνη. Άσχημο πράγμα, όταν πέφτεις στα μάτια του άλλου, που με αγάπη, σε ανύψωσε στη κορυφή.

   «Το λες αυτό, γιατί δε τους ξέρεις σαν προσωπικότητες. Το περίμενα πώς θα με κατηγορούσαν. Αφού από χθες, δεν έκαναν ούτε ένα τηλεφώνημα!»

   Ένας ένας αποχωρούσε και ζήτησα στον Βλαντιμίρ να τους ακολουθήσει για να προετοιμαστώ ψυχολογικά, αφότου πλησιάσω και εγώ τον λάκκο. «Φεύγουν. Χώσου, ανάμεσά τους. Θέλω να μείνω μόνος μου, μαζί της», του πρότεινα και εκείνος, έφυγε πειθήνια αφού γνώριζε καλά, πώς ήθελα να εκφραστώ, κρυφά απ’ όλους, έχοντας για μάρτυρα μόνο την ψυχή της Βερόνικα.

   Άδειασε το νεκροταφείο. Τα κοράκια, ο κληρικός, οι φροντιστές της εκκλησίας και ο νεκροθάφτης, χάθηκαν και αυτοί με τους υπόλοιπους. Κάτι χηρεύουσες είχαν απομείνει, κλαμένες στις πλάκες των δικών τους. Κατασκόπευσα λίγο την περιοχή, και όταν την έκρινα καθαρή, με τράβηξε σαν μαγνήτης το φρέσκο χώμα.
   Έλυσα τα πόδια μου, πέφτοντας στα γόνατα. Το άρωμα που με ξυπνούσε και με κοίμιζε, ανέβηκε στα ρουθούνια μου και ρίζωσε στα μάτια μου. Τα λιγοστά, βαριά δάκρυά μου, άρχισαν να το ποτίζουν, και όλο άνθιζε το άρωμά της, όλο άνθιζε, χτυπώντας το κενό κορμί μου, θανατώνοντάς το. Οι εικόνες της κοινής μας ζωής, περνούσαν διαδοχικά απ’ το μυαλό μου και μου έκοβαν την αναπνοή.
   Τι, και αν έριχνε χιονόνερο; Τι, και αν τα χέρια και τα χείλη μου, είχαν παγώσει αλλάζοντας χρώμα; Έδειχνα άτρωτος.

   Απόθεσα το μαραμένο τριαντάφυλλο, κάτω από τη φωτογραφία της, στην απαθανατισμένη εικόνα που γελούσε, σφύζοντας από ζωή, και ψέλλισα μια συγγνώμη. Θα έδινα τα πάντα, για να ξυπνούσα κάθε αύριο, δίπλα της. Στο γυμνό κορμί της.
   «Συγγνώμη κορίτσι μου... ». Σκούπισα τα υγρά της μύτης μου με τη μουδιασμένη μου παλάμη και μέσα στη πλημμύρα μου, ολοκλήρωσα. «Πάντα δικός σου, πάντα αφοσιωμένος, στην δική σου καρδιά». Ήταν αδύνατον να μιλήσω περισσότερο, και αδύνατον να το πιστέψω. Κάποιος μου έκανε πλάκα, κάποιος έκλεψε τη ζωή, μέσα από τα χέρια μου και δεν ντράπηκε καθόλου για αυτό!

   Κάπου πείσμωσα και τα έβαλα με τους φταίχτες. Με τον δολοφόνο της, με την αστυνομία και με όλους τους περαστικούς, που δεν προσφέρθηκε κανείς να την μεταφέρει, με το δικό του όχημα, στο πρώτο εφημερεύον νοσοκομείο, όσο ήταν νωρίς. Ο δρόμος των δακρύων έκλεισε και το στόμα μου, συσπάστηκε. Ένας απαράμιλλος θυμός με σήκωσε όρθιο, στέλνοντας μίσος σε κάθε φλέβα και αρτηρία. Η επιθυμία μου να βρω τον εκτελεστή, γιγαντώθηκε, γεννώντας τις χειρότερες προθέσεις μου.
   Προσπέρασα με κεκτημένη ταχύτητα, κάθε κομψοτέχνημα και μνημείο, φτάνοντας στην έξοδο της νεκρόπολης και στάθηκα στη λεωφόρο, αναζητώντας κάποιο ταξί. Έχωσα ενστικτωδώς, τα χέρια στις τσέπες, γιατί ο θυμός πήρε τη στεναχώρια, και, τώρα, μπορούσα να νιώσω το πολικό κρύο σε κάθε πτυχή του ακάλυπτου κορμιού μου.

   Οδηγοί περαστικοί, κόρναραν εκτεταμένα, και άλλοι μικρότεροι, ούρλιαζαν, σε μια προσπάθεια να τραβήξουν την προσοχή μου και να τους χαιρετήσω, ενώ εγώ αρκέστηκα να τους δώσω ένα λιπόψυχο γελάκι.
   Πλησίασα το σταματημένο ταξί για να μπω στη θέση του συνοδηγού, αλλά, με σταμάτησε ένα χοντρό χέρι, ρίχνοντας το βάρος του, στο σβέρκο μου. Όταν έστριψα να δω σε ποιον ανήκει, με χτύπησε με ένα δυνατό cross*.

   Αντιλαμβάνοντας, ποιος είναι, δε θέλησα να αμυνθώ, δεν μου το επέτρεπε η διαγωγή μου, και προσποιήθηκα τον ανήμπορο, δέχοντας τη σωματική οργή του, δημοσίως.
  

*δεξί, ευθύ χτύπημα με το χέρι

___________________________________  

Ξέρω...μακάβριο αυτό το κεφάλαιο μα δε μπορούσα να το παραλείψω.

Την επόμενη Παρασκευή...Η συνέχεια


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ebook: "Κούνια μπέλα"

ΑΦΟΣΙΩΣΗ: Κεφάλαιο 1