ΑΦΟΣΙΩΣΗ: Κεφάλαιο 1

 


Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν.2121/1993) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η κατ' οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, διασκευή, αναμετάδοση και εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου*


 

Κεφάλαιο 1: Τελευταία φορά μαζί



   Ποτέ δεν τραβούσαμε τις κουρτίνες. 

   Το είχαμε συνήθειο να μας παίρνει ο ύπνος, με τις βαριές κουρτίνες στο πλάι, υπό το αδιάκριτο βλέμμα της εκκλησίας τού Αιματοκυλίσματος. Τον ψηλό Ναό με τους πολύχρωμους τρούλους που το σχήμα τους έμοιαζε με κρεμμυδάκια, και τα καλλιτεχνικά ψηφιδωτά, να μας επιβλέπουν από μακριά.

   Υπό τη σκιά του λοιπόν, και με συνοδεία τις ακτίνες του ηλίου, ξυπνούσαμε και την κάθε, επόμενη μέρα. Όπως και εκείνο το εωθινό. Άνοιξα τα βλέφαρα όταν με κάλυψε το φως της φύσεως και αμέσως σκίρτησα στη μεριά όπου υπήρχε ακόμη σκιά• πάντα κοντά της. 

   Εφοδιάστηκα με τη ζεστασιά του κορμιού της, που με κρατούσε δέσμιο στην αγκαλιά της. Το άρωμά της είχε ποτίσει τα παπλώματα, τη μαξιλαροθήκη, το κατωσέντονο, το ξύλο που στήριζε το στρώμα, τα πάντα! Η μυρωδιά της Βερόνικα, αποτελούσε το καθημερινό μου οξυγόνο. Η ευωδία που με ξυπνούσε και με κοίμιζε. 

   Όταν το Πανεπιστήμιο, εφήμερα σταματούσε, ερχόταν και έμενε στο ευρύχωρο σπίτι μου και περνούσαμε τα κρύα μερόνυχτα, αγκαλιά στο διπλό κρεβάτι. Ήταν ένα Θεόσταλτο πλάσμα, που με είχε παρασύρει στο ουράνιο τόξο της, απ’ τη πρώτη στιγμή, κλέβοντας την καρδιά μου σαν Σειρήνα. Η καθημερινότητα μαζί της έμοιαζε μοναδική, μια χρωματιστή ρουτίνα, που δεν θα αντάλλαζα για τίποτα στον κόσμο.

   Ξαπλωμένος όπως ήμουν, στερέωσα το κεφάλι στον καρπό μου και άρχισα να χτενίζω με τα μάτια, την όμορφη και χαλαρή σιλουέτα της. Κάθε πρωινό το έκανα, αλλά σήμερα είχα έναν παραπάνω λόγο για να θέλω να συγκρατήσω την κορνίζα της, στου μυαλού τα υπόγεια.

   Λίγο αργότερα, το υποσυνείδητό της με κάρφωσε και ξύπνησε απότομα, τσακώνοντάς με να την χαζεύω.

   «Έι...καλημέρα! Πόση ώρα έχεις ξυπνήσει και με παρακολουθείς;» είπε με μια βραχνή φωνούλα, έτοιμη να πνιγεί. Το αλαβάστρινο προσωπάκι της, με έκανε να σιωπώ και απλά, να θέλω να την παρατηρώ. Λένε, πώς όταν κοιτάζεις, ένα σπουδαίο έργο τέχνης, δεν πρέπει να μιλάς, μα μόνο να το θαυμάζεις. Και εγώ, αυτό έκανα.

   «Μακάρι να μπορούσες να δεις, το λευκό σου δέρμα, με φόντο τα άσπρα σεντόνια...» της είπα, παραμένοντας σοβαρός. Έμοιαζε με πορσελάνινη κούκλα, με τα πυρόξανθα μαλλιά της να απλώνονται σα βεντάλια. «Lyublyu tebya*», συνέχισα, με την πιο μελωδική χροιά που μπορούσα να μιμηθώ. Την προετοίμαζα, για την έκπληξη που θα της έκανα, μέσα στις επόμενες ημέρες.

   Παραγκώνισε τα παπλώματα και σκαρφάλωσε στα χείλη μου. «Και εγώ σε αγαπάω μωρό μου, και επειδή δεν έχω συνηθίσει να σε βλέπω τόσο εκφραστικό και ρομαντικό, μήπως να αρχίσω να φοβάμαι;» κούνησε το δάχτυλό της και γελάσαμε ταυτόχρονα και οι δύο. Την απάντηση θα την έπαιρνε στην ώρα της. Όχι απόψε, πάντως!

   «Σήμερα, έχω νωρίς προπόνηση. Ο αγώνας πλησιάζει, και ο Αλεξάντερ φωνάζει να πηγαίνω μία ώρα νωρίτερα. Θα πρέπει να φύγω». Της χάιδεψα τον ώμο. Μου άρεσε τόσο πολύ να της φέρομαι τρυφερά! Μέσα στο ρινγκ έδερνα• τα χέρια μου τραυματίζονταν, μάτωναν και γέμιζαν πληγές. Έξω από το ρινγκ, ήταν κανόνας μου, να προστατεύουν τη γυναίκα που αγαπάω. Μετά από μια επίπονη πάλη, είχαν τη χρεία να ξεμουδιάσουν και να αισθανθούν, αγγίζοντας το οικείο δέρμα της.

   «Να πηγαίνεις τότε. Μη στερούμε στη χώρα μας, άλλη μια βράβευση!» είπε εύθυμα και συνέχισε λέγοντας: «Είμαι περήφανη για σένα Αντρέι! Είσαι το καμάρι της Ρωσίας. Κάνεις αυτό που αγαπάς, με απόλυτη αφοσίωση. Στα αλήθεια, είμαι η πιο τυχερή γυναίκα στον κόσμο!»

   Χαμογέλασα αμήχανα στην υπέρμετρη φιλοφροσύνη της. Σίγουρα, και εγώ ένιωθα περήφανος για τα επιτεύγματά μου, για τη σκληρή δουλειά που έριχνα, και τελικώς, κατάφερνε και έβρισκε την απονομή δικαιοσύνη της. Υπήρχαν όμως στιγμές, που αυτή η τεράστια δύναμη που είχα ως αθλητής, με καταπλάκωνε. Η μεγάλη δύναμη φέρνει και μεγάλη ευθύνη. Έπρεπε να ανταποκρίνομαι σε ό,τι περιλάμβανε το πακέτο ενός πρωταθλητή. Και όλο αυτό με κούραζε, με εξουθένωνε. Εγώ δεν ήμουν μαθημένος έτσι. Ήξερα μόνο να παλεύω. Να νικάω τους αντιπάλους μου και να προχωράω στον επόμενο αγώνα. Τόσα χρήματα, τόσα τρεξίματα. Τόσες συμφωνίες, τόσες κάμερες. Τόσοι θαυμαστές. Όλα άγνωστα για ‘μένα. Μόνο τα γάντια μου γνώριζα και αγαπούσα. Μόνο εκείνα εμπιστευόμουν στα τυφλά.

   Αποχωρίστηκα το κρεβάτι και την επαφή μου μαζί της, απρόθυμος να ετοιμαστώ. «Θες να σε αφήσω σπίτι σου, πριν πάω στο κέντρο; Δε θέλω να παίρνεις ταξί. Το ξέρεις ότι δε μου κάθεται καλά, όταν μπαίνεις σε ξένα αυτοκίνητα, και εδώ υπάρχει μέγιστη εγκληματικότητα». 

   Η Βερόνικα σηκώθηκε όρθια στο κρεβάτι, αφήνοντας τη γύμνια της να ξεδιπλωθεί, με τις κουρτίνες πάντα τραβηγμένες και τον ήλιο να μας κοιτά. Τύλιξε τα χέρια γύρω απ’ τον αυχένα μου και δάγκωσε το κάτω χείλος μου. «Άσε με να απολαύσω λίγο ακόμα, το αναπαυτικό κρεβάτι σου, έχοντας στο πιάτο τη θέα της Πετρούπολης! Είναι ονειρικό να ξυπνάω μπροστά από αυτό το παράθυρο. Λατρεύω το σπίτι σου μωρό μου, το νιώθω σαν δικό μου». Κάθε φορά που μιλούσε, οι λέξεις της ήταν φτιαγμένες από νάζι και σκέρτσο. Απολάμβανε την κάθε στιγμή κοντά μου, και αυτό με έκανε να την αγαπώ περισσότερο. 

   Το σπίτι σου, το νιώθω σαν δικό μου. Μα εγώ, δεν ήθελα να χρησιμοποιεί αυτό το ‘’σαν’’. Ήθελα να γίνει και δικό της.

   «Καλώς. Αν δεν έχεις κάτι σημαντικό να κάνεις, μη βγεις από το σπίτι. Έτσι, θα ανυπομονώ να γυρίσω και να σε βρω να με περιμένεις ξαπλωμένη!» Φίλησα το στήθος της και με τράβηξε κοντά της, αιχμαλωτίζοντας την αναπνοή μου. Τα μάτια της, έκαναν έναν απρόσμενο, ξέφρενο περίπατο, στο ανάστημά μου.

   «Στο έχω ξανά πει, πώς λατρεύω όλα σου τα σκορπισμένα τατουάζ;» είπε με λαγνεία. 

   Αμ, πώς! Συνέχεια μου το έλεγε! Κάθε δερματοστιξία που είχα επιλέξει να κάνω, είχε το δικό της, βαθύ νόημα. Και η Βερόνικα όποτε έβγαζα στη φόρα τα τατουάζ μου, τα φυλούσε σαν εικόνισμα να ήταν, ακριβώς, γιατί γνώριζε την ιστορία που έκρυβαν. Επανέλαβε λοιπόν την διαδικασία, σκορπίζοντας ιεροτελεστικά κάθε της φιλί.

   «Ώρες ώρες, απορώ. Αγαπάς περισσότερο τα τατουάζ μου, ή το πρόσωπό μου;» την ρώτησα περιπαιχτικά και εκείνη γέλασε γλυκά, πιέζοντας το λιλιπούτειο κορμάκι της, στο στιβαρό δικό μου. 

   «Προτιμώ, το σοφιστικέ και αινιγματικό μουστάκι σου, πρωταθλητή μου!» απάντησε, ψηλαφώντας το.

   Κοίταξα την ώρα. Αν δεν έφευγα εκείνη τη στιγμή, θα καθυστερούσα και πάλι στη προπόνηση. «Και εγώ θα προτιμούσα να χωθούμε πάλι, κάτω απ’ τα σεντόνια, μα το χρέος με καλεί». Απόλαυσα το αποχαιρετιστήριο των χειλιών της, και όταν κατάφερα και της ξέφυγα, ντύθηκα με την φόρμα μου, άρπαξα τον σάκο με τον εξοπλισμό γυμναστηρίου και, έφυγα τρέχοντας για το γκαράζ. 

   Όταν μπήκα στη Mercedes-Benz, ανέβασα ως απάνω τα φιμέ τζάμια, για να μη γίνομαι αντιληπτός, κυρίως από τους παπαράτσι που πολυσύχναζαν στο Πεδίο του Άρεως και στην οδό Suvorovskaya ploshchad όπου και διέμενα. Και ξεκίνησα για το κέντρο προπόνησης. Δεν ήμουν ψωνισμένος, ούτε απέφευγα τον κόσμο που με στήριζε, άλλωστε εγώ, από μια φτωχογειτονιά ξεκίνησα, έχοντας για όπλο, μόνο τη στήριξη των φίλων μου. Ένας φοβισμένος ήμουν. Δεν ήξερα με ποιόν τρόπο, να ανταπεξέλθω στο θαυμασμό και στα όμορφα λόγια τού κόσμου που με πλησίαζε. Όσα χρόνια κι αν γινόταν αυτό, για μένα έμοιαζε μακρινό. Δε θα συνήθιζα ποτέ, τα ουρλιαχτά, τους απότομους εναγκαλισμούς, τη ζήτηση φωτογραφιών και τα αυτόγραφα. Μπροστά σε άλλους, σπουδαιότερους καλλιτέχνες και επιστήμονες, ήμουν ένα μηδενικό. Ντρεπόμουν, την τόση υπερβολή προς το πρόσωπό μου. Το έβρισκα άτοπο. 

   Έκανα τον κύκλο, για να βγω στη πολυσύχναστη οδό Nevskiy. Μέσα σε όλα τα άλλα μαγαζιά, υπήρχε και ένα όμορφο, μικρό και αξιοπρεπέστατο χρυσοχοείο, που είχα κεντρίσει εδώ και καιρό. Τρία χρόνια ήμασταν μαζί με τη Βερόνικα. Τρία χρόνια ευτυχίας και ευλογίας. Εγώ ήμουν εικοσιεπτά και εκείνη εικοσιτρία. Μπορεί να ήταν και νωρίς, μπορεί να ήταν μια αυθόρμητη, τρελή σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου, αλλά η αναθεματισμένη, δεν έλεγε να ξεκαρφωθεί! Και είπα να το ρισκάρω.

   Έκανα νόημα στο παιδί τού πάρκινγκ, να έρθει να παραλάβει το αμάξι μου και εγώ να μπω στο μαγαζί με την αστραφτερή βιτρίνα.

   «Φίλε, εσύ δεν είσαι ο Αντρέι Σιούσεφ, ή κάνουν αστεράκια τα μάτια μου;» 

   Χαμήλωσα το βλέμμα και ένευσα, δίνοντας την αρμαθιά κλειδιών.

   «Απίστευτο! Περίμενε μια στιγμούλα, να τραβήξουμε μια σέλφι, θα γίνει πανικός στο instagram!» 

   Πόζαρα άχαρα (όπως πάντα) στο φακό, χαμογέλασα αμυδρά και του έδωσα το χέρι, ευχαριστώντας τον για τον θαυμασμό του. Boxer ήμουν ανάθεμα, όχι σελέμπριτι! 

   Μπαίνοντας στο κοσμηματοπωλείο, η αρχική μου γνώμη δεν αντικαταστάθηκε με καμία άλλη, πρόταση αγοράς δαχτυλιδιού, που δέχτηκα από την υπάλληλο. Θα αγόραζα, αυτό που με ενέπνευσε εξ’ αρχής, αυτό που μου ‘’μίλησε’’, ζητώντας μου να το σώσω, από την βιτρίνα και να το βάλω σε ένα βελούδινο κουτάκι, που αργότερα θα εκτελούσε τα δικά του καθήκοντα. Όταν το απέκτησα, το χαμόγελό μου υιοθέτησε μια αλλιώτικη λάμψη, εφάμιλλη με εκείνου του μικροσκοπικού διαμαντένιου δαχτυλιδιού, που όταν το αντίκρισα για πρώτη φορά, αμέσως ονειρεύτηκα να το φοράει η κοπέλα μου, παίρνοντας ζωή απ’ τα ντελικάτα δάχτυλά της.

   Άρχισα να σχεδιάζω ρομαντικά δείπνα στο μυαλό μου, να μουρμουράω ψαγμένους στίχους ποιημάτων και να αναζητώ μια διαφορετική ατμόσφαιρα για την περίσταση, λαμβάνοντας υπόψη, το όλο σκηνικό για μια αριστοκρατική πρόταση γάμου, ίση με την αγάπη που ένιωθα για εκείνη. Δεν ήμουν καλός σε αυτά, όμως εκείνη, ήταν απλό κορίτσι, και θα εκτιμούσε την όποια μου προσπάθεια. Για αυτό ήμουν σίγουρος, ενώ για την απάντηση που θα έδινε στην ερώτηση, αν δέχεται να με παντρευτεί, ήμουν αμφίρροπος.   

   Σχεδόν έτρεξα για να μπω στο κέντρο άθλησης, μα με πρόλαβαν και με σταμάτησαν τέσσερα πιτσιρίκια. Τα καλοδέχτηκα εγκάρδια, χαϊδεύοντας όλων τα μαλλιά, εκτός από της κοπέλας που προτίμησα να την τιμήσω με ένα χειροφίλημα. Οι παρειές της, απέκτησαν ένα ροδοκόκκινο χρώμα από ντροπή. 

   «Θα μου υπογράψετε στο χέρι; Θέλω να το κάνω τατουάζ!» μου είπε με χαμηλή φωνή και εγώ, έφερα στο μυαλό την προηγούμενη συζήτηση που είχα με την Βερόνικα και τον ορισμό της βαθιάς σημασίας, κάθε μελανού σχεδίου, πάνω στο σώμα μας.

   Αφουγκράστηκα τα μάτια της. «Θέλω να μου πεις με δυο λόγια, τι θα σημαίνει για σένα, αν αντικρίζεις κάθε μέρα, το όνομά μου, αποτυπωμένο στον καρπό σου». Για εμένα είχε ζωτική σημασία η απάντησή της. Ένιωθα υπεύθυνος για την παρέμβαση που ήθελε να κάνει στην επιδερμίδα και στο αίμα της.

   «Δύναμη. Όταν παρακολουθώ τους αγώνες σας, παίρνω δύναμη και θάρρος, να συνεχίζω να κάνω ό,τι αγαπώ». Την παρατήρησα για λίγο και έπειτα υπέγραψα στο σημείο που μου υπέδειξε. Ίσως κάποια μέρα αυτό το ντροπαλό κορίτσι, να ανέβαινε πολύ ψηλά στη ζωή του και, όταν την ρωτούσαν, ποιός την ενέπνευσε στο να τα καταφέρει, να απαντούσε, δείχνοντας το τατουάζ της.


«Πού είσαι λεβέντη μου; Καθυστέρησες είκοσι λεπτά. Είμαστε μια ανάσα πριν τον τελικό για τον τίτλο βαρέων βαρών, δε θέλω να το ξεχνάς!» 

   Αυτός ήταν ο προπονητής μου, που με τραβολογούσε πάντα ζόρικα, στηριζόμενος από τους ψηλότερους ώμους μου, για να με φτάσει. Το τελευταίο διάστημα ήταν πολύ αγχωμένος, διότι, πίστευε στις δυνατότητες μου, και ήθελε να ανέβω ψηλότερα και εγώ σαν αθλητής αλλά και η φήμη τής χώρας μας. Όφειλα να τον εξευμενίσω.

   «Αλεξάντερ, κάνε μου τη χάρη να ηρεμήσεις... Δουλεύω περισσότερο από ποτέ! Θέλω να έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές μου. To kickboxing είναι το πάθος μου, ζούσα για να έρθει αυτή η στιγμή... Λες να μη με νοιάζει και να θέλω να τα τινάξω όλα στον αέρα;» Τον μάλωσα με το δικό μου, ήπιο τρόπο. Αν δεν χαλάρωνε θα παρέσερνε και εμένα στην ανησυχία του και θα αποτυγχάναμε. 

   «Έχεις δίκιο, όμως ο Γερμανός αντίπαλός σου, είναι σπουδαίος αθλητής, με πολλές νίκες στο ιστορικό του». 

   Έβγαλα τα μπαντάζ** από το σάκο και τα έδεσα περίτεχνα, στα χέρια και στους καρπούς μου. Μέτρησα ενδόμυχα ως το δέκα, για να μη φανεί ο θυμός στη φωνή μου. «Και εγώ είμαι σπουδαίος αθλητής Αλεξάντερ. Ο καλύτερος τού εαυτού μου», απάντησα ενοχλημένος.

   «Ω μα φυσικά και είσαι! Όμως ο ξένος είναι πιο έμπειρος, και πρέπει να μελετήσεις τις τετριμμένες του κινήσεις, για να προετοιμαστείς». 

   Φόρεσα τα γάντια και του γύρισα πλάτη, χτυπώντας τον πρώτο σάκο που βρέθηκε μπροστά μου. «Αν θες να με πεισμώσεις για να συγκεντρωθώ στο στόχο μου, δε το πετυχαίνεις μιλώντας έτσι!». Διότι πάνω απ’ όλα, μονομαχούσα για την ελευθερία της καρδιάς μου, και όχι για να εκδικηθώ, ή να δοξαστώ. Το μοναδικό μου κίνητρο για να θέλω να τα καταφέρω, ήταν η αγάπη μου για την πάλη.

   Οι τρεις ώρες, πέρασαν ταχέως. Για εκατόν ογδόντα λεπτά, ήμουν αφοσιωμένος στη δύναμή μου και στη καλυτέρευση των τεχνικών μου, μην επιτρέποντάς μου, να ξεφύγω στη θύμηση τής πρότασης γάμου που ετοίμαζα! Όταν αθλούμουν, όταν δούλευα για την αποπεράτωση των στόχων μου, δεν υπήρχε κανείς άλλος στη ζωή μου. Εστίαζα στην επιθυμία μου και προχωρούσα με σταθερά και αργά βήματα, χωρίς να επηρεάζομαι από τα λεγόμενα των κίτρινων φυλλάδων και των τηλεκριτικών. Έκανα πάντα, αυτό που με συμβούλευε η καρδιά μου. 

   «Καλή ξεκούραση, μεγάλε! Αύριο σήκω νωρίς για τρέξιμο», μου υπενθύμισε στο τέλος ο Αλεξάντερ και τον χαιρέτησα. Θα εκτελούσα την υπενθύμισή του. Μου άρεσε πολύ το τρέξιμο, εν ώρα χαραυγής. Και αν λιγοστές φορές, το είχα αρνηθεί, ο λόγος ήταν η μυρωδιά της Βερόνικας, που δεν ήμουν έτοιμος να αποχωριστώ. 

   Στρίβοντας και πάλι στη γωνία, περνώντας πλέον, από το κλειστό κοσμηματοπωλείο, είδα στη ρούγα, κόσμο πολύ. Ένα συγκεντρωμένο σύθαμπο να ουρλιάζει και να βλαστημάει. Ήμουν περίεργος να μάθω τον λόγο, μα περισσότερο ανυπόμονος να δω την καλή μου, μετά από τρεις ώρες εξαντλητικής προπόνησης. 

   Κατέβασα το τζάμι και απευθύνθηκα σε έναν κύριο. «Με συγχωρείται. Προς τί, ο τόσος χαμός; Έγινε κάποιο τροχαίο;» Ο άντρας με κοίταξε με θαυμασμό, αλλά προτίμησε να κρατήσει το επίπεδό του, μένοντας συγκρατημένος.

   «Γεια σου Αντρέι. Δεν πρόκειται για τροχαίο, πρόκειται για μια θηριώδη ληστεία. Ο τύπος, όχι μόνο λήστεψε την άτυχη κοπέλα, αλλά κατακρεούργησε το λαιμό της. Δεν θα τα καταφέρει, ξεψυχάει...» Ύψωσε ελάχιστα το καπέλο του απ’ το κεφάλι ευγενικά και αποχώρησε.

   Παράτησα το αμάξι καταμεσής του δρόμου, βγαίνοντας έξω. Αν μπορούσα να δώσω μια χείρα βοηθείας, θα το έκανα. Αίφνης, η οχλαγωγία, στράφηκε σε εμένα, στο διάσημο πρόσωπό μου. Όσο πλησίαζα και προσπερνούσα τους ανθρώπους, το φυλλοκάρδι μου έπαιζε ταμπούρλο. Μια καβαλιστική προαίσθηση, ανατρίχιασε το σβέρκο μου και έφερε αναγούλα στο στομάχι μου. 

   «Ο Σιούσεφ!» φώναξαν όλοι, προσπαθώντας να με αγγίξουν και, αφού τους παραγκώνισα, σταμάτησα στο σημείο που οι αστυνομικοί είχαν βάλει κορδέλες απαγόρευσης.

   «Δεν μπορείτε να περάσετε», μου είπε ένας από αυτούς και, τον έσπρωξα δυνατότερα απ’ όσο θα έπρεπε, θέλοντας να δω καλύτερα, τα παπούτσια του θύματος.

   Το λυγερό κορμί τής πεσμένης, είχε μαζευτεί. Το πορφυρό αίμα, λίμναζε σε όλο το λαιμό της. Οι μαχαιριές ήταν πολύ βαθιές, γαλουχημένες με μίσος. Έπεσα στα πατώματα, παίρνοντας την στην αγκαλιά μου. «Αγάπη μου…». 

   Η φωνή και τα λόγια μου, χάθηκαν στο κενό. Στέρεψα από παλμούς και λόγια. Τί μπορεί κανείς να πει, όταν ο άνθρωπός του αργοπεθαίνει; «Ποιός σου το έκανε αυτό, Βερόνικα; Ποιός ήθελε να σε σκοτώσει μωρό μου;» την ρώτησα, με μια θηλιά να σφίγγει το λαρύγγι μου, έχοντας την αίσθηση πως είχα κατέβει στην κόλαση. «Σε παρακαλώ κορίτσι μου, άντεξε λίγο ακόμη, ώσπου να σε μεταφέρω στο νοσοκομείο. Άντεξε γλυκιά μου, τώρα είμαι εγώ εδώ», της είπα, και τα δάκρια θόλωσαν τα μάτια μου. Θυμάμαι να χάνω τον κόσμο, κάτω απ’ τα πόδια και να ακούω το κρακ τής ψυχής μου.

   ‘’Όχι’’ σχημάτισαν τα χείλη της. ‘’Όχι, δε θα τα καταφέρω’’, ήθελε να πει. Και όσο προσπαθούσα να σφουγγίξω το ατέλειωτο τρεχούμενο αίμα, να την σηκώσω και να την μεταφέρω σε οποιαδήποτε κλινική, άφησε την τελευταία της πνοή, στα χέρια μου απάνω.

   Από μέσα μου βγήκε μια άναρθρη κραυγή, που ταξίδεψε ως τα άγρια βουνά, τυλίγοντας το άψυχο σώμα της στο τζάκετ μου, χωρίς να έχω τη δύναμη να το παρατήσω, στο κρύο τσιμέντο της πόλης. Εκείνη την ώρα δεν ήμουν ο μεγάλος και τρανός πρωταθλητής. Ήμουν ένας ασήμαντος άνθρωπος, ξεχασμένος απ’ τον Θεό, που τα όνειρά του γκρεμίστηκαν με μιας. Όσα είχα καταφέρει στην καριέρα μου, ο θάνατος δεν τα λογάριασε, ούτε τον ένοιαξε το βαρύ όνομά μου. Γιατί ο θάνατος, δεν κάνει εξαιρέσεις. Είτε είσαι μεγάλος, είτε είσαι μικρός, δεν τον αφορά. Ο θάνατος έχει το πάνω χέρι, και αυτό, ήταν ένα γερό μάθημα ζωής υπενθυμίζοντάς μου, πόσο σημαντικό είναι, να μη διαχωρίζω τις ανθρώπινες ψυχές σε υποκατηγορίες, νομίζοντας πώς η δόξα και το χρήμα έχουν προτεραιότητα. 

   Από κάποια ώρα και μετά, ο κόσμος κόπασε και οι αστυνομικοί, ανέλαβαν να με ξεκολλήσουν από το αιματοβαμμένο κορμί της. Τι τους ένοιαζε; Το πρόβλημα ήταν δικό μου, και της οικογένειάς της. Όχι δικό τους. 

   «Λυπούμαστε πολύ, Σιούσεφ», πρόσθεσαν.

   «Δεν λυπάστε», ψιθύρισα έχοντας ακόμα, το κεφάλι κατεβασμένο. 

   «Θα προσπαθήσουμε να βρούμε τον δολοφόνο». 

   Σήκωσα το βαμμένο με αίμα πρόσωπό μου, κοιτώντας τους βαθιά στα μάτια. «Αυτό, είναι δική μου δουλειά», τους επιβεβαίωσα, και έφυγα από τον τόπο του εγκλήματος, αφήνοντας μια υποβόσκουσα υπόσχεση.

   Κοίταξα για τελευταία φορά, την άνευρη φιγούρα της Βερόνικα, έσφιξα το δαχτυλίδι που αγόρασα το πρωί, χώθηκα στο αυτοκίνητο και έβαλα ταχύτητα, μπαίνοντας σε κάθε στενό της πόλης, με σκοπό να βρω εκείνον, που μου άρπαξε τον δικό μου λόγο ύπαρξης. Και όταν θα τον έβρισκα, θα του έπαιρνα τη ζωή με τον ίδιο ακαριαίο τρόπο που έκανε και αυτός.



*Σ'αγαπάω 

** Επίδεσμοι πυγμαχίας 

    ______________________________________


[Η εκκλησία του Αιματοκυλίσματος] 


Φιλαράκια μου καλά ♡ σας καλωσορίζω στο νέο μου μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται στην Αγιά Πετρούπολη.

Η Αφοσίωση, είναι ένα δραματικό-αστυνομικό-μυστήριο, συνάμα αισθηματικό που θα ενώσει δύο χώρες. 

Παραπάνω δε λέω..Θα τα ανακαλύψετε στη πορεία.  Σας ευχαριστώ που είστε εδώ..  η παρουσία σας με τιμά. Κάθε σχόλιό σας, θα με έκανε χαρούμενη, μη διστάσετε να μου πείτε τη γνώμη σας και να έρθουμε πιο κοντά.

Βάλτε ζωνούλες , λοιπόν. Το ταξίδι, ξεκινά και είμαι πολύ ενθουσιασμένη που η πιλότος, είμαι εγώ 🤭😍😍

Ραντεβού... κάθε Παρασκευή 













 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ebook: "Κούνια μπέλα"

ΑΦΟΣΙΩΣΗ: Κεφάλαιο 2